Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Έξι χρόνια χωρίς τη Ρένα Βλαχοπούλου

Τέτοια μέρα νιώθω συνήθως μια μελαγχολία. Φέρνω στον νου μου τραγούδια λυπητερά με τη φωνή της Ρένας που μιλούν για χωρισμό ή βροχή... Ωστόσο, νομίζω ότι ο κόσμος που την αγάπησε και ακόμα την αγαπά δεν συνδέει τη Ρένα Βλαχοπούλου με μελαγχολία ή στενάχωρα συναισθήματα: η Ρένα παραμένει ένα σύμβολο κεφιού και αισιοδοξίας για το κοινό της, ένα κοινό που πιστεύω ότι συνεχώς ανανεώνεται και αποτελείται πλέον και από άτομα που δεν είχαν την τύχη να δουν τη Ρένα στη σκηνή ούτε τη θυμούνται από εμφανίσεις της σε συνεντεύξεις και τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά την γνωρίζουν χάρη στις ταινίες της που συνεχίζουν να προβάλλονται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς.

Έτσι, σήμερα που συμπληρώνονται έξι χρόνια από το φευγιό της Ρένας Βλαχοπούλου, σας καλώ να τη θυμηθούμε μέσα από αποσπάσματα ταινιών της που βρήκα στο youtube (στα κανάλια perryr07, garadja, maridour, Kateepyr19, NektariosR, glamourservices, skrokidis, NikosAggelo) και δείχνουν ίσως ποιες είναι οι πιο δημοφιλείς ατάκες ή/και σκηνές της. Κάποια από τα "δικά μου" στιγμιότυπα λείπουν, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, αφού άλλωστε κάποια άλλα πολύ αγαπημένα μου αποσπάσματα είναι εδώ.

Και φυσικά θα ξεκινήσω με το θρυλικό "Σούζυ, τρως!" της Παριζιάνας. Η Ρένα Βλαχοπούλου και η συνονόματή της Ρένα Πασχαλίδου συνεργάζονται υπό την εποπτεία του Γιάννη Δαλιανίδη και μας χαρίζουν ένα απολαυστικό δίλεπτο (με περισσότερα από 100.000 χτυπήματα στο youtube)!

H Παριζιάνα είναι η δικιά μου πιο αγαπημένη ταινία της Ρένας Βλαχοπούλου. Σαφώς αναγνωρίζω ότι η Χαρτοπαίχτρα έχει καλύτερο σενάριο και ότι επιπλέον δείχνει πόσο καλά μπορεί να τα καταφέρει η Βλαχοπούλου σε έναν ρόλο που δεν γράφτηκε για εκείνη, ωστόσο για μένα η Παριζιάνα αποτυπώνει πιο... σφαιρικά το ταλέντο της, καθώς της δίνει την ευκαιρία να τραγουδήσει, να χορέψει, να κοροϊδέψει τον εαυτό της και τους άλλους/τις άλλες και να μας χαρίσει φυσικά απίστευτες ατάκες όπως το... "Φτάσαμε Λάρισα"...

Ή τα αλησμόνητα γαλλικά της Μαντάμ Πελαζί και τον αυτοχαρακτηρισμό της: "Είμαι χωρατατζού..."

Η συνύπαρξη της Ρένας με τον Χρόνη Εξαρχάκο σ' αυτήν την ταινία μας χαρίζει επίσης αξέχαστες στιγμές: --"Εγώ έχω ένα όνειρο, μετά την τέχνη" --"Ναι, να τρως!", "Κοίτα γαμπρό που θα βάλουμε στο σπίτι μας... Άσ' τηνε να πάρει λίγη ντομάτα..."

Στο youtube θα βρείτε βέβαια πολλή Χαρτοπαίχτρα, κάποιοι χρήστες μάλιστα έχουν κάνει τις δικές τους ανθολογίες από την ταινία. Εγώ σας δίνω εδώ την αγαπημένη μου ατάκα (που δεν υπήρχε στο κείμενο του Ψαθά, αλλά οφείλεται μάλλον στον Γιάννη Δαλιανίδη...):

Άλλος ένας ρόλος που δεν γράφτηκε αρχικά για τη Ρένα, αλλά εκείνη τον δόξασε είναι αυτός της "τρελής σαραντάρας". Η ίδια δήλωνε πως είναι μάλλον η αγαπημένη της ταινία και νομίζω ότι είναι και αγαπημένη πολλών users του youtube αν κρίνω από τις 43.000 και βάλε επισκέψεις που έχει δεχτεί το παρακάτω απόσπασμα: "Μωρέ δεν θέλω να πάω στο Λονδίνο!" (Α, Ρένα, εδώ διαφωνούμε...)

Πάντως μια από τις πιο δημοφιλείς (ίσως και η πιο δημοφιλής) ταινία της Ρένας για τη σημερινή γενιά είναι το Μια Ελληνίδα στο χαρέμι. Αυτή η ταινία έχει ιδιαίτερη σημασία και για μένα, αφού είναι η πρώτη ανάμνηση που έχω από Ρένα Βλαχοπούλου (στην ασπρόμαυρη τηλεόραση του σπιτιού μου, στο τέλος της δεκαετίας του '70). Το σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ του Δαλιανίδη ενθουσιάζει το σημερινό κοινό με τις ατάκες του Χρόνη Εξαρχάκου "Τράβα μαλλί, ανεβαίνουμε" και "Βαγγέλη!", αλλά έχει και η Ρένα εξαιρετικές σκηνές στο έργο, όπως  αυτή στο επόμενο απόσπασμα, ως μέντιουμ Μπιμπίδου: "Δεν μου λες, για τη σκύλα σου ήρθες να μάθεις εδώ;", "Το μαγαζί συνεργάζεται με ορισμένες προσωπικότητες!", "Τώρα βυθίζομαι... Ρίχνε προτού βυθιστώ!"

Και βέβαια στην ταινία αυτή βλέπουμε και την πιο κωμική σκηνή κηδείας που υπάρχει στον ελληνικό (ίσως και στον παγκόσμιο;) κινηματογράφο...


Ένα μουσικό διάλειμμα από την ίδια ταινία, ένα γλυκό κι αισιόδοξο τραγούδι (για να μην ξεχάσουμε ότι μιλάμε και για την πρώτη κυρία του κινηματογραφικού μιούζικαλ!): "Ασ΄τη ζωή σου τον δρόμο να πάρει..."

Μιλώντας όμως για την πρώτη κυρία του μιούζικαλ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όχι μόνο τραγούδησε υπέροχα στις ταινίες της (όπως και στη σκηνή και στη δισκογραφία και στο ραδιόφωνο), αλλά κορόιδεψε και το τραγούδι της και την εικόνα της και το όνομά της ακόμα. Αναφέρομαι φυσικά στο Ραντεβού στον αέρα και στην κλασική σκηνή της παράστασης στην Πολεμική Αεροπορία. Η Τζένη Σταθάτου δανείζεται τη φωνή της Ρένας Βλαχοπούλου για να τραγουδήσει το "Έχω στενάχωρη καρδιά", αλλά ένα τεχνικό πρόβλημα καταστρέφει την παράσταση. Το βίντεο αυτό είναι άλλη μια τρυφερή (και ολίγον κωμικοτραγική) παιδική ανάμνηση του Rena Fan. Σχεδόν τριάντα χρόνια αφότου πρωτοείδα την ταινία, και μετά από άπειρες θεάσεις της συγκεκριμένης σκηνής, δηλώνω ότι κάθε φορά που τη βλέπω τα χέρια μου ιδρώνουν από αγωνία σαν βλέπω τη Βλαχοπούλου να μην ξέρει τι να κάνει όταν χαλούν οι στροφές του πικάκ και βέβαια νιώθω μια τεράστια ανακούφιση όταν οι στροφές επανέρχονται στη σωστή τους ταχύτητα...


Και εδώ επιτρέψτε μου να αφιερώσω το επόμενο απόσπασμα, από την ταινία Η θεία μου η χίπισσα, στον φίλο bosko: "Πού να σου βρούμε πάστα, μωρή, εδώ στους βράχους;"

Για πολύν κόσμο, και ιδιαίτερα για τους συμπατριώτες/τις συμπατριώτισσές της Ρένας, η πιο χαρακτηριστική της ταινία είναι Η Κόμησσα της Κέρκυρας. Αν και δεν είναι, νομίζω, από τις καλύτερες ταινίες της έχει κάποιες σκηνές ανθολογίας (όπως ο καβγάς της με τον Κερκυραίο μανάβη που δεν είναι άλλος από τον αγαπημένο της αδελφό Χρήστο Βλαχόπουλο), κερκυραϊκές φράσεις που τις λέει αυθεντικά και μοναδικά και κάποιες αλησμόνητες ατάκες ("Εσύ δεν ήξερες αν ξέρουν ελληνικά και θα ξέρεις αν ξέρουνε μουσική τούτοι δω;"), που τις βρήκα συγκεντρωμένες στο παρακάτω βίντεο.

Στο youtube βλέπουμε ότι πιο δημοφιλείς είναι οι φυσικά οι γελαστικές σκηνές της Ρένας Βλαχοπούλου. Λείπουν συνεπώς κάποιες πιο συγκινητικές ή "δραματικές" στιγμές από ταινίες της όπως η σκηνή στην αυλή λίγο πριν το φινάλε του Κάτι να καίει. Υπάρχουν όμως κωμικές της ατάκες από την ταινία αυτή: "Όχι, λέω τι φοράς τα γυαλιά, Χριστιανέ μου, και με μπερδεύεις;", "Άλλα μας έδειχνες μικρός στις φωτογραφίες κι άλλα βλέπουμε τώρα!", "Πρώτη φορά δεν είναι, αλλά η τελευταία είναι οπωσδήποτε" και "Σταμάτα να κατέβω!"

Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν αποτελούν βέβαια το "best of" των ταινιών της Ρένας Βλαχοπούλου, είναι όμως ένα καλό δείγμα της κληρονομιάς γέλιου και χαράς που μας άφησε μέσα από τις ταινίες της δεκαετίας 1962-1972 και σίγουρα ένα καλό δείγμα των σκηνών που αγαπά ιδιαίτερα το σημερινό κοινό του internet. Βλέποντάς τα συγκεντρωμένα όλα μαζί, ο νους μου πήγε σε έναν θεατρικό/τραγουδιστικό απολογισμό της κινηματογραφικής καριέρας της Ρένας Βλαχοπούλου, που έκανε η ίδια στη σκηνή του θεάτρου "Καλουτά" τη σεζόν 1988-89. Στο πλαίσιο του νούμερου "Μοντέρνος κινηματογράφος" η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδούσε πάνω στη μουσική του τραγουδιού "Το γράμμα" των Θάνου Μικρούτσικου-Μπάμπη Τσικληρόπουλου κάποιους συγκινητικούς στίχους του Γιώργου Κωνσταντίνου που συνόψιζαν την κινηματογραφική της καριέρα και την προσφορά της στο ελληνικό κοινό.



Ας λένε για μένα, καρφί δεν μου καίγεται τόσο.
Εγώ στη ζωή μου έχω δώσει ό,τι ήταν να δώσω:
χαρά, ξεγνοιασιά, και τραγούδι και χορός και μαγεία...
Και πήρα από σας ό,τι ήθελα:
πολλή ευτυχία,
ευτυχία...

Πήρε από μας ευτυχία, αλλά και πόση μας έδωσε. 

Κυρία Ρένα Βλαχοπούλου, σας ευχαριστούμε. Σας ευχαριστώ.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Αλέκος Σπάθης - Μαίρη Μοντ

Αν διαβάζατε τη στήλη των "Κοινωνικών" της Καθημερινής στις 21 Μαΐου 2010 θα μαθαίνατε ότι το απόγευμα εκείνης της μέρας, στον Ιερό Ναό Κοιμητρίου Παπάγου θα γινόταν η κηδεία της Μαίρης Σπάθη. Σίγουρα δεν θα καταλάβαινατε εύκολα ότι επρόκειτο για την κηδεία της Μαίρης Μοντ, μιας γνωστής τραγουδίστριας της περιόδου '55-'65 που υπήρξε σύζυγος ενός σπουδαίου Θεσσαλονικιού συνθέτη και μαέστρου, του Αλέκου Σπάθη... Ελάχιστες αναφορές έγιναν στον θάνατό της. Οι φίλες/οι του ελαφρού τραγουδιού έμαθαν την είδηση από τον παραγωγό του Δεύτερου Προγράμματος της ΕΡΑ Σιδερή Πρίντεζη (που το είχε πληροφορηθεί από τον Κώστα Ζουγρή). Τρεις εβδομάδες μετά, ο Πρίντεζης αφιέρωσε στο ζευγάρι Σπάθης-Μοντ μια εκπομπή του Πάμε σαν άλλοτε (που ελπίζουμε να επιστρέψει στο Δεύτερο δριμύτερο και με μεγαλύτερη διάρκεια τον Σεπτέμβρη), μεταδίδοντας τραγούδια του συνθέτη και τραγούδια που ερμήνευσε η Μοντ (τόσο του συζύγου της όσο και άλλων συνθετών).
Μαίρη Μοντ, Αλέκος Σπάθης
(από το CD Τα ελαφρά του '60, FM Records)

Οι δυο καλλιτέχνες συνδέθηκαν ιδιαίτερα με τη Ρένα Βλαχοπούλου, συνεργάστηκαν μαζί της αλλά έζησαν και πολλές ανθρώπινες στιγμές εκτός δουλειάς, καθώς η Ρένα τους πάντρεψε και τους συμπαραστάθηκε σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής τους, όταν ο Σπάθης αρρώστησε. Συνεπώς επιβάλλεται να θυμηθούμε σ' αυτό το blog την πορεία τους και τις συναντήσεις τους με τη μούσα μας, ξεκινώντας από τη σημαντική πορεία του Αλέκου Σπάθη.

Ο Αλέκος Σπάθης γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1914 (σύμφωνα με άλλες πηγές το 1915). Ήταν γέννημα-θρέμμα μιας μουσικής οικογένειας: ο πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Σπάθης, ένας από τους πρώτους δασκάλους μουσικής της Βόρειας Ελλάδας, με σπουδές στην Αθήνα και το Παρίσι και πλούσια εκπαιδευτική δράση στη Μακεδονία και τη Θράκη, και η μητέρα του Αγγελική Σπάθη ήταν επίσης μουσικός. Έτσι, τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ο Αλέκος, ο Μενέλαος, ο Αντώνης και η Θάλεια σπούδασαν όλα βιολί και, με εξαίρεση τη Θάλεια, ασχολήθηκαν επαγγελματικά με τη μουσική (περισσότερες πληροφορίες για τη σταδιοδρομία του πατέρα, των αδελφών, αλλά και τον παππού και τους θείους του Αλέκου Σπάθη υπάρχουν στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής του Τάκη Καλογερόπουλου, εκδ. Γιαλελής, 2001). Η οικογένεια μετακινήθηκε σε διάφορες περιοχές, από το Μοναστήρι μέχρι την Κωνσταντινούπολη, και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη το 1930. Ο Αλέκος, σπούδασε εκτός από βιολί, ανώτερα θεωρητικά και διεύθυνση ορχήστρας, ενώ αγαπούσε ιδιαίτερα και το πιάνο. Στα μέσα της δεκαετίας του '30 έπαιζε πιάνο στην ορχήστρα ελαφράς μουσικής των Σπαθαίων και συμμετείχε σε μουσικές εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης που έχει δημιουργήσει ο Τσιγγιρίδης. Ωστόσο η σημαντική καλλιτεχνική του δράση στη Θεσσαλονίκη ξεκινάει το 1941.
 Ο Αλέκος Σπάθης στα τέλη της δεκαετίας του '50

Στα χρόνια της Κατοχής η μουσική και γενικότερα καλλιτεχνική ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι ιδιαίτερα έντονη. Στο μουσικό θέατρο πρωτοστατεί η Τούλα Δράκου με τον θίασό της αλλά και η Μαίρη Σοΐδου (πως ως παιδί-θαύμα είχε δουλέψει και με τον Αττίκ και μετά τον πόλεμο ίδρυσε το Παιδικό Θέατρο από το οποίο "βγήκε" η Τάνια Τσανακλίδου). Οι Γερμανοί επιτάσσουν τον Ραδιοφωνικό Σταθμό και ιδρύουν Συμφωνική Ορχήστρα (με μέλη της τους μουσικούς που ανήκαν στον Σύλλογο Μουσικών Θεσσαλονίκης) και εγκαθιστούν μεγάφωνα στην παραλία της πόλης από όπου ακούγονται συναυλίες κλασικής μουσικής αλλά και ανακοινώσεις για τις εκτελέσεις Ελλήνων πατριωτών (ο Κ. Τομανάς γράφει πως οι Θεσσαλονικείς--όπως και οι Αθηναίοι/ες--απορούσαν πώς οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν τις συναυλίες με τις παρτιτούρες στο χέρι ήταν οι ίδιοι μ' εκείνους που πυρπολούσαν χωριά...). Στα χρόνια της Κατοχής εξάλλου ζει και δημιουργεί στη Θεσσαλονίκη και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Εμείς όμως θα επικεντρωθούμε στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού. Στον Ραδιοφωνικό Σταθμό λοιπόν οι Γερμανοί ιδρύουν την Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής, γνωστή και ως Ορχήστρα Συμφωνικής Τζαζ. Διευθυντής της ο Αλέκος Σπάθης. Αργότερα όμως, όπως θυμάται ο  ακορντεονίστας και πιανίστας Κώστας Καρανίκας (σε μια συνέντευξή του στον Θεόδωρο Αυγέρη, περιοδικό Τάμαριξ, τ. 4, 1997) οι Γερμανοί φέρνουν έναν Γερμανό μουσικό, τον Άλμπερτ Κεκ, έναν εξαιρετικό άνθρωπο που όμως δεν είχε ιδέα από μουσική. Ο Αλέκος Σπάθης, που μιλούσε καλά τα γερμανικά, του έλεγε: "Όχι, Άλμπερτ, δεν είναι έτσι". Ο Κεκ άκουγε προσεχτικά και μάθαινε...
Η Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής στο προαύλιο του Σώματος Προσκόπων στα χρόνια της Κατοχής. 
Δεξιά διακρίνεται ο μαέστρος Αλέκος Σπάθης και αριστερά ο πιανίστας Κώστας Καρανίκας 
(φωτογραφία από το περιοδικό Τάμαριξ, τ. 4, 1997)

Η Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής αποτελούνταν από 16 μουσικούς (ανάμεσά τους, εκτός από τον Καρανίκα, ο σαξοφωνίστας Γιώργος Σπυρίδης, οι βιολιστές Γιάννης Μήτσουρας, Δημήτρης Βαλιέρας, Λαγόπουλος, ο τρομπετίστας Τριανταφύλλου). Εκτός από το ραδιόφωνο, η ορχήστρα έδινε συναυλίες στο κτίριο του Σώματος Προσκόπων (τα καλοκαίρια στον αυλόγυρο του κτιρίου, όπως φαίνεται στη σχετική φωτογραφία) και τις Κυριακές στον κινηματογράφο "Παλλάς", δωρεάν, για όλον τον κόσμο. Το κοινό της Θεσσαλονίκης, όπως και της Αθήνας, δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στην τζαζ (με την οποία, όπως με πληροφόρησε ο Αποστόλης Παπαγεωργίου στις Πρέσπες, στη διάρκεια του πρόσφατου συνεδρίου "Η δεκαετία του '40 στην τέχνη" του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων), οι Θεσσαλονικείς είχαν εξοικειωθεί ήδη από τον Μεσοπόλεμο χάρη στον Ραδιοσταθμό του Μπάρι. Το σουίγκ θριαμβεύει, αλλα είναι δημοφιλή και τα ελληνικά ελαφρά τραγούδια καθώς και οι οπερέττες.   

Παράλληλα με την ορχήστρα του Ραδιοσταθμού οι Σπαθαίοι, ο Καρανίκας και ο Ιταλός μουσικός Ποζέλι ιδρύουν την ορχήστρα "Σπάθη-Καρανίκα-Ποζέλι": ο Αλέκος Σπάθης παίζει πιάνο και διευθύνει, ο αδελφός του Μενέλαος παίζει βιολί, ο Άγγελος Καλλιπολίτης παίζει μπάσσο, ο Καρανίκας ακορντεόν και ο Ποζέλι σαξόφωνο και κλαρινέτο. Η ορχήστρα παίζει στα κέντρα της εποχής "Ακαπούλκο", "Παράδεισος", "Σπίτι του Στρατιώτη", κυρίως για τους Γερμανούς αλλά και τους πλούσιους Θεσσαλονικείς. Ο Αλέκος Σπάθης συνεργάζεται και με κάποιους μουσικούς θιάσους και γράφει μουσική για επιθεωρήσεις (όπως η Σπιρτόζα του 1943).
Μαίρη Μοντ και Ρένα Βλαχοπούλου 
(φωτογραφία από το βιβλίο Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα 2002)

Μετά την Απελεύθερωση η ορχήστρα Σπάθη συνεχίζει να εμφανίζεται σε κέντρα της Θεσσαλονίκης (όπως το "Ντελίς" και το "Τριφύλλι") και είναι περιζήτητη όπου γίνονται οι μεγάλοι χοροί. Παράλληλα, το 1946 ιδρύεται από την ελληνική κυβέρνηση ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Μακεδονίας και ο Αλέκος Σπάθης διευθύνει σταθερά την Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής του σταθμού. Η ορχήστρα του συνεχίζει στα χρόνια του '50 να πραγματοποιεί εμφανίσεις στα νυχτερινά κέντρα της συμπρωτεύουσας: "Παράδεισος", "Ακαπούλκο", "Χαβάη"... Στη "Χαβάη" μάλλον πραγματοποιείται η γνωριμία του Αλέκου Σπάθη με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Το 1955, στην περίοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, εμφανίζονται εκεί οι Άννα και Μαρία Καλουτά, Ρένα Βλαχοπούλου και Γιώργος Οικονομίδης. Είναι η χρονιά που ο Σπάθης έχει γνωρίσει τη Μαρία Μουστάκα, η οποία ξεκινάει στο πλευρό του την τραγουδιστική της καριέρα ως Μαίρη Μοντ. Η Ρένα Βλαχοπούλου παντρεύει το ζευγάρι που την επόμενη χρονιά (1956) αποκτά μια κόρη, την Αγγελική-Μελωδία (νονός του κοριτσιού ο Γιώργος Οικονομίδης που έχει γράψει τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια του Αλέκου Σπάθη), και μετακομίζει στην Αθήνα. Έτσι ξεκινάει η περίοδος της μεγάλης του ακμής.

Ο Σπάθης εργάζεται αδιάκοπα στο ΕΙΡ, στα νυχτερινά κέντρα και στο θέατρο και το όνομά του αρχίζει να γίνεται ευρέως γνωστό. Δισκογραφεί τα πρώτα του τραγούδια που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Το πρώτο του τραγούδι, το slow "Νυχτώνει" έχει στίχους του αδελφού του, Μενέλαου Σπάθη. Η γκάμα του είναι μεγάλη, καθώς γράφει δημοφιλείς καντάδες (όπως τα "Για μια κιθαρίτσα", "Και ντο-ρε-μι-φα-σολ-λα-σι", "Πάλι τα 'πια"), χασάπικα ("Έχω μια φλόγα στην καρδιά"), "ρομάντζες" ("Η συνείδησις", μεγάλη επιτυχία της Καίτης Μπελίντα και του Φώτη Δήμα), "εύθυμα τραγουδάκια" ("Η μοίρα μου κι εσύ" που πρωτοτραγούδησε η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά δισκογραφήθηκε με το Τρίο Κιτάρα), τάγκο ("Εκείνα τα μάτια"), βαλς ("Είχα πιστέψει στα όνειρα") αλλά και "μοντέρνα τραγουδάκια", ("Ο Καραγκιόζης" που τραγούδησε η Νάνα Μούσχουρη στο Β΄ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού του ΕΙΡ).  

Πολλά από τα τραγούδια του τραγουδά σε δίσκους αλλά κυρίως στο ραδιόφωνο η Μαίρη Μοντ, η οποία όμως τραγουδά κομμάτια και άλλων συνθετών (όπως το "Έλα" του Γεράσιμου Λαβράνου και το "Αγαπημένε μου, χρόνια πολλά" του Χρήστου Χαιρόπουλου στη δισκογραφία αλλά και το "Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι" του Μάνου Χατζιδάκι στο ΕΙΡ). Κατεξοχήν ερμηνεύτρια του ραδιοφώνου, η Μαίρη Μοντ πήρε μέρος σε πάρα πολλές εκπομπές του παλιού ΕΙΡ και έτσι "διασώζονται" πολλές συνθέσεις του συζύγου της που δεν δισκογραφήθηκαν, (ανάμεσά τους και μια ενδιαφέρουσα συνύπαρξη της Μοντ με τη Νάνα Μούσχουρη: ερμηνεύουν μαζί το "Απόψε το φεγγάρι μας"). Η ίδια θυμόταν ότι ο σύζυγός της ήταν ο πιο αυστηρός κριτής της φωνής της. Επειδή δούλευαν ως αργά το βράδυ στα νυχτερινά κέντρα, η φωνή της δεν ήταν πάντα σε φόρμα στις πρωινές ηχογραφήσεις του παλιού ΕΙΡ και όποτε η απόδοσή της δεν ήταν καλή, ο Σπάθης ήταν ο πρώτος που της το επεσήμαινε. Μόνο σε μια συναυλία στο θέατρο "Κεντρικόν", θυμόταν, τής είπε "Μπράβο, Μαίρη, καλά τα πήγες!"... 

Ο Σπάθης γράφει ακόμα μουσική για δύο κινηματογραφικές ταινίες που προβάλλονται το 1961 (Οι εννιακόσιοι της Μαρίνας του Κώστα Δούκα και Ευτυχώς τρελάθηκα του Κώστα Ανδρίτσου). Σπάθης και Μοντ εμφανίζονται αδιάκοπα στα νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας ("Τροκαντερό", "Κάστρο", "Ουί-Ουί") στα οποία συνεργάζονται με μεγάλα ονόματα όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Καίτη Μπελίντα, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Βάσος Σεϊτανίδης, το Τρίο Κιτάρα, η Μάριον Σίβα, το ζευγάρι Φλερύ-Άλμα. Με τη Ρένα Βλαχοπούλου ο Αλέκος Σπάθης συναντιέται και στο θέατρο "Μετροπόλιταν", στην επιθεώρηση Σαμπάνια και ρετσίνα, το  καλοκαίρι του 1959, όπου η Ρένα λανσάρει τα τραγούδια του "Ο άντρας της ζωής μου" και "Εκείνα τα μάτια", τα οποία δυστυχώς δεν δισκογράφησε, αλλά το δεύτερο τουλάχιστον έχει σωθεί με τη φωνή της Μαίρης Μοντ από ηχογράφηση του ΕΙΡ. 


Για την ακρίβεια, παρά τη μακρόχρονη συνεργασία τους και την προσωπική τους σχέση, η Ρένα Βλαχοπούλου δεν δισκογράφησε κανένα τραγούδι του Αλέκου Σπάθη. Έχουν όμως σωθεί στα αρχεία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας αρκετά τραγούδια από τις εκπομπές που έκαναν οι δυο τους, όχι μόνο τραγούδια του Σπάθη (όπως το υπέροχο "Ποιος το ξέρει", αλλά και τα "Για σένα ό,τι κι αν έδωσα είναι λίγο", "Δυο μύλοι μυκονιάτικοι", "Αν είχες κατανόηση", "Προχθές, εχθές και σήμερα", "Με τους ξενύχτες" και το πανέμορφο "Η πρώτη βροχούλα" που μας "σύστησε" πέρσι ο Σιδερής Πρίντεζης στο εξαιρετικό του αφιέρωμα στη Ρένα), αλλά και τραγούδια άλλων συνθετών, όπως το "Πίνω για τα μάτια σου" του Γιώργου Μουζάκη, το "Σε είδα κάποιο μεσημέρι" του Λυκούργου Μαρκέα, "Της μιας δραχμής τα γιασεμιά" του Αττίκ αλλά και το "Έλα πάρε μου τη λύπη" του Μάνου Χατζιδάκι (το μόνο χατζιδακικό τραγούδι που έφτασε στις μέρες μας με τη φωνή της Ρένας, επιλογή που μάλλον χρωστάμε στον Αλέκο Σπάθη).

Η Ρένα Βλαχοπούλου μίλησε για τη συνεργασία της με τον Αλέκο Σπάθη σε μια εκπομπή της Φραντζέσκας Ιακωβίδου, στα μέσα της δεκαετίας του '80: "Ο Σπάθης υπήρξε μία μουσική προσωπικότητα, ένας μαέστρος, για μένα, από τους πραγματικά ταλαντούχους. Ο άνθρωπος αυτός δυστυχώς γι' αυτά που έδωσε δεν πήρε τίποτα, παρά ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, όπως συνήθως ξεχνιούνται οι καλλιτέχνες. Συνεργάστηκα πάρα πολύ με τον Σπάθη, σε κέντρα, στο θέατρο, σε πολλές εκπομπές, από τις ωραιότερες που έχουνε γίνει με τη μεγάλη ορχήστρα. Τι να πεις για τον Σπάθη, ό,τι και να πεις είναι λίγο. Πρώτα από όλα ήταν ένας άριστος άνθρωπος, και σαν φυσιογνωμία ήτανε καλλιτέχνης, με τ' άσπρα του ωραία μαλλιά--αν και νέος--, ήτανε πάρα πολύ ωραίος άνθρωπος, οικογενειάρχης σωστός, εργαζότανε πάρα πολύ σκληρά γι' αυτό που ήθελε να δημιουργήσει, αλλά δυστυχώς πάνω στην καλύτερη ώρα της καριέρας του, όταν γνώριζε επιτυχία κι ο κόσμος τραγουδούσε τα τραγούδια του, αρρώστησε, ίσως από το άγχος, από τη στεναχώρια. Και από την ημέρα που έπεσε δεν ξανασηκώθηκε. Πού και πού έρχεται στο μυαλό μου, αλλά αυτή τη στιγμή που μου τον θύμισες, έτσι... ίσως όχι, δεν κλαίω, αλλά θυμάμαι που πήγε χαμένο ένα ταλέντο σαν τον Σπάθη..."
 
Το δυσάρεστο αυτό γεγονός συνέβη πραγματικά στην εποχή της ακμής του Αλέκου Σπάθη, το καλοκαίρι του 1962. Στις 26 Μαΐου 1962 ανεβαίνει στο "Περοκέ" το έργο του Γιώργου Γιαννακόπουλου Είσοδος υπηρεσίας. Ένα μικτό θέαμα επιθεώρησης και κωμωδίας (στα χνάρια του Στουρνάρα 288) που παρουσιάζει μεγάλος θίασος με επικεφαλής τους/τις Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Νανά Σκιαδά, Κώστα Μπάκα, Μάρθα Βούρτση, Αλέκα και Στέλλα Στρατηγού, Νίκο Ξανθόπουλο. Τραγουδά η Τζένη Βάνου (τα τραγούδια "Έχω μια φλόγα στην καρδιά" και "Κανένα φως στη γειτονιά") και χορεύουν Φλερύ-Άλμα. Ο Σπάθης γράφει τη μουσική και διευθύνει την ορχήστρα του "Περοκέ". Τρεις μέρες μετά την πρεμιέρα όμως, το πρωί της 31ης Μαΐου, αρρωσταίνει βαριά. Μια εγκεφαλική συμφόρηση, αποτέλεσμα του άγχους του για την παράσταση, αλλά και γενικότερα δυσάρεστων καταστάσεων που συναντούσε συχνά στον καλλιτεχνικό χώρο, παραλύει τη δεξιά πλευρά του σώματός του.

Αρχίζει ένας μεγάλος αγώνας για τη Μαίρη Μοντ που ευτυχώς βρίσκει άμεσα συμπαραστάτες. Πρώτη από όλους η Ρένα Βλαχοπούλου. "Η κουμπάρα μου η αγαπημένη", είπε η Μαίρη Μοντ στη Φραντζέσκα Ιακωβίδου στην ίδια εκπομπή, "δεν θέλει να λέω ποτέ, ειδικά δημόσια, τι έχει κάνει για μας". Ωστόσο, όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος γνώριζε τι είχε κάνει η Ρένα: παραχώρησε δωρεάν το διαμέρισμά της στην οικογένεια Σπάθη για αρκετά χρόνια. Η Μαίρη Μοντ ανέφερε ακόμα πόσο τη στήριξαν ο άλλος κουμπάρος της, ο Γιώργος Οικονομίδης, και άλλοι φίλοι του ζευγαριού, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Δημήτρης Χορν (εκείνο το καλοκαίρι συνεργάζονταν και οι δυο με τη Ρένα στην Οδό Ονείρων), ο Μανώλης Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, η Μάριον Σίβα και το Τρίο Κιτάρα που οργάνωσε κάποιες παραστάσεις στην Αμερική και πρόσφερε τα έσοδά τους στον Σπάθη. "Το καλό στο μεγάλο κακό που μας βρήκε είναι ότι είχαμε πολλούς φίλους", θυμόταν η Μαίρη Μοντ.

Τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του '60 η Μαίρη Μοντ ηχογραφεί λίγα τραγούδια και περιορίζει τις εμφανίσεις, για να βρίσκεται στο πλευρό του συζύγου της που συνεχίζει να συνθέτει σποραδικά κάποια τραγούδια. Με το ένα χέρι, το αριστερό, γράφει το 1968 το τραγούδι "Θεέ μου", σε στίχους Ηλία Ηλιόπουλου, που τραγουδούν στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης η Γιοβάννα και η Λίτσα Σακελλαρίου. Το τραγούδι κερδίζει το Γ΄ βραβείο, ενώ την επόμενη χρονιά ο Σπάθης κερδίζει το πρώτο βραβείο με το "Πικρό παράπονο". Ο Αλέκος γράφει τη μουσική και τους στίχους του τραγουδιού, ο αδελφός του Μενέλαος το ενορχηστρώνει και το ερμηνεύουν ο Τώνης Στρατής και ο Πάνος Κόκκινος (που μοιράζονται μάλιστα το πρώτο βραβείο ανδρικής ερμηνείας) (δείτε τα σχετικά πλάνα από τα επίκαιρα της εποχής και πάρτε και μία "γεύση" από το τραγούδι στη σελίδα του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου).  Λίγους μηνες μετά, στις 10 Ιανουαρίου 1970, ο Αλέκος Σπάθης πεθαίνει. Είναι μόλις 56 χρόνων.

Δυο μήνες μετά τον θάνατό του δίνονται δυο παραστάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για να τιμηθεί η μνήμη του και η σύζυγός του ευχαριστεί με επιστολή της στις εφημερίδες τους/τις συναδέλφους της που πήραν μέρος σ' αυτές. Για άλλη μια φορά βρίσκεται κοντά της η Ρένα Βλαχοπούλου. Το καλοκαίρι του 1970 η Ρένα γυρίζει δυο ταινίες και παίρνει κοντά της τη Μαίρη Μοντ για να παίξει δυο ρολάκια: μια κίνηση οικονομικής αλλά προφανώς και ψυχολογικής στήριξης της κουμπάρας της. Στην πρώτη ταινία (Η θεία μου η Χίπισσα του Αλέκου Σακελλάριου) η Μαίρη Σπάθη (αυτό το όνομα διαβάζουμε στους τίτλους των ταινιών) κρατάει έναν βουβό ρόλο (η βελούδινη φωνή της λέει μόνον τη λέξη "Έρχονται!" στην τελική σκηνή της ταινίας) αλλά εμφανίζεται σε αρκετές σκηνές, καθώς είναι, όπως και η Ρένα, μια από τις καθαρίστριες που ανήκουν στο προσωπικό του πολυτελούς ξενοδοχείου. Στη δεύτερη ταινία, το Μια Ελληνίδα στο χαρέμι του Γιάννη Δαλιανίδη, η Μαίρη Σπάθη εμφανίζεται μόνο σε μια σκηνή, αλλά τούτη τη φορά έχει λόγια (και χρησιμοποιεί μια "διαφορετική" φωνή από την τραγουδιστική της): είναι η σύζυγος του Γιώργου Γαβριηλίδη που του ζητάει διαζύγιο, όπως ακριβώς έχει προβλέψει λίγα δευτερόλεπτα πριν η Ρένα Βλαχοπούλου "διαβάζοντας" το φλυτζάνι του.
Ρ. Βλαχοπούλου, Μ. Σπάθη, Γ. Γαβριηλίδης στο Μια Ελληνίδα στο χαρέμι
(από το βιβλίο Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα, 2002)

Το επόμενο καλοκαίρι η Ρένα Βλαχοπούλου γυρίζει με τον Αλέκο Σακελλάριο το Ζητείται επειγόντως γαμπρός και έχει και πάλι κοντά της τη Μαίρη Σπάθη που αυτή τη φορά παίζει τη σύζυγο του υπαλλήλου της Ρένας (Βάσος Ανδρονίδης) που της ζητά να καταθέσει στο δικαστήριο ότι η σύζυγός του τον τυραννά ενώ αποδεικνύεται τελικά ότι είναι θύμα του...
Η συμμετοχή της στην ταινία αυτή είναι πιθανότατα η τελευταία καλλιτεχνική παρουσία της Μαίρης Μοντ-Σπάθη καθώς φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια αφοσιώθηκε στην ανατροφή της κόρης της Αγγελικής. Προσωπικά την είδα μόνο μια φορά, στην κηδεία της Ρένας Βλαχοπούλου, μαζί με τη φίλη της Μαίρη Λίντα, και μου έκανε εντύπωση η ευγενική της φυσιογνωμία.
Νάντια Κωνσταντοπούλου, Μαίρη Μοντ, Καίτη Μπελίντα
(από το CD Τα ελαφρά του '60, FM Records)

Ο Αλέκος Σπάθης και η Μαίρη Μοντ στάθηκαν άτυχοι γιατί η ασθένεια του συνθέτη ανέκοψε την καλλιτεχνική τους πορεία. Η αλήθεια είναι ότι το άσχημο αυτό γεγονός συνέβη σε μια εποχή που το ελαφρό τραγούδι είχε πάρει την κατιούσα. Ωστόσο, το ταλέντο του Αλέκου Σπάθη πιθανότατα θα έβρισκε τρόπους να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της δεκαετίας του '60, ενώ η παρουσία του ως ενορχηστρωτή και διευθυντή ορχήστρας στο τότε ΕΙΡ θα μας είχε σίγουρα αφήσει κι άλλες σημαντικές ηχογραφήσεις. Παράλληλα και η Μαίρη Μοντ θα είχε ίσως τη δυνατότητα να ηχογραφήσει με τον δικό της "βελούδινο" τρόπο περισσότερα τραγούδια.


Στο επόμενο βιντεάκι προσπάθησα να συνδυάσω πλάνα από τις τρεις κινηματογραφικές εμφανίσεις της "ηθοποιού" Μαίρης Σπάθη με κάποιες ηχογραφήσεις της τραγουδίστριας Μαίρης Μοντ που ξεχωρίζω εγώ.



Πάντως, η δικιά μου πιο αγαπημένη ηχογράφηση της Μαίρης Μοντ δεν είναι τραγούδι του συζύγου της Αλέκου Σπάθη, αλλά μία σύνθεση του Γεράσιμου Λαβράνου με στίχους του Κώστα Κινδύνη, το "Έλα" του 1964.


Με γοητεύει, πάντως, κι ένα τραγούδι του Σπάθη που δεν τραγούδησε η σύζυγός του, αλλά η Νάνα Μούσχουρη. Πρόκειται για τον "Καραγκιόζη", σε στίχους Ρέττης Ζαλοκώστα, που διακρίθηκε στο 2ο Φεστιβάλ Τραγουδιού του ΕΙΡ, το 1960.



Το καλλιτεχνικό ζευγάρι Αλέκος Σπάθης-Μαίρη Μοντ άφησε (κι οι δυο μαζί αλλά και χωριστά) το δικό του αποτύπωμα στην ιστορία του ελαφρού τραγουδιού. Επιπλέον, από τις διηγήσεις της Μαίρης Σπάθη αλλά και άλλων ανθρώπων που γνώρισαν το ζευγάρι από κοντά, κατάλαβα πως επρόκειτο για δυο πολύ γλυκούς ανθρώπους που η ευγένειά τους και η καλή τους διάθεση γοήτευσαν όσους/όσες τους γνώρισαν...


ΠΗΓΕΣ: Τα λήμματα για τα μέλη της οικογένειας Σπάθη στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής του Τάκη Καλογερόπουλου (εκδ. Γιαλελής, 2001), το αφιέρωμα στη μουσική ζωή της κατοχικής Θεσσαλονίκης του περιοδικού Τάμαριξ (τεύχος 4, Απρίλιος 1997), το αφιέρωμα της εκπομπής Τραγουδώντας το Χθες στον Αλέκο Σπάθη (επιμέλεια Φραντζέσκα Ιακωβίδου, Δεύτερο Πρόγραμμα, 1986;) και το αφιέρωμα της εκπομπής Πάμε σαν άλλοτε στο ζευγάρι Σπάθης-Μοντ (επιμέλεια Σιδερής Πρίντεζης, Δεύτερο Πρόγραμμα, 2010). Οι παρτιτούρες προέρχονται από το αρχείο του ΕΛΙΑ (www.elia.org.gr) και το προσωπικό μου αρχείο.