Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

3+1 θεατρικές παραστάσεις που θυμίζουν... Ρένα!

Δύο εβδομάδες μας χωρίζουν τυπικά από την επίσημη λήξη της θεατρικής χειμερινής σεζόν, αφού η Κυριακή των Βαΐων που πέφτει φέτος στις 28 Μαρτίου θεωρείται παραδοσιακά το τέλος της. Πρέπει λοιπόν, με αρκετή καθυστέρηση, να γράψω για 3 + 1 παραστάσεις αυτής της σεζόν που θυμίζουν Ρένα Βλαχοπούλου--στον Rena Fan τουλάχιστον. Πρόκειται για τρεις αθηναϊκές παραστάσεις, που συνεχίζονται μέχρι το Πάσχα, και για μια καλαματιανή που έχει  μάλλον ρίξει οριστικά αυλαία...

Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή στο Εθνικό θέατρο
Η πιο εμπορική παράσταση της φετινής σεζόν είναι αναμφισβήτητα το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή που διασκεύασαν για το θέατρο ο Σταμάτης Φασουλής και ο Θανάσης Νιάρχος και σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής. Οι φίλοι/ες του blog έχουν πια... εμπεδώσει τη σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το μυθιστόρημα του Ταχτσή. Το 1979 ο νεαρός Γιώργος Παυριανός αποφάσισε να το μεταφέρει στο ραδιόφωνο, στο φιλόξενο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ και του Μάνου Χατζιδάκι. Με συνεργάτη τον Δημήτρη Λέκκα στη μουσική επιμέλεια, μετά από διάφορα εμπόδια και με κόπο και βάσανα, το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 1979 και έτσι σήμερα έχουμε την ευκαιρία να απολαμβάνουμε τη Ρένα Βλαχοπούλου σε κάτι διαφορετικό από αυτά που μας είχε συνηθίσει, στον ρόλο της Νίνας και, πλάι της, συγκλονιστική Εκάβη η Σμάρω Στεφανίδου.


Όπως είχε διηγηθεί η Βλαχοπούλου στον Παυριανό, και ο Μιχάλης Κακογιάννης την είχε σκεφτεί για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, ταινία που δεν πραγματοποιήθηκε. Εκτός από τον Κακογιάννη, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σχεδίαζε για ένα διάστημα την κινηματογραφική μεταφορά του έργου, αλλά εκείνος φαίνεται ότι είχε επιλέξει μόνο την Εκάβη, τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Παρόλο που ούτε αυτή η ταινία πραγματοποιήθηκε ποτέ, η Λήδα Πρωτοψάλτη έπαιξε τελικά την Εκάβη στην τηλεοπτική μεταφορά του έργου (ΑΝΤ1, 1995-96), για την οποία υπεύθυνος ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Δαλιανίδης είχε ένα πολύ καλό καστ και πολλές καλές ιδέες για την τηλεοπτική διασκευή του Στεφανιού, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε, επειδή, κατά τη γνώμη μου, η σειρά γυρίστηκε μάλλον γρήγορα και μάλλον με τηλεοπτικούς όρους (τρικάμερο, φτηνά σκηνικά). Ωστόσο, ήταν πολύ καλές στους ρόλους του και οι δυο πρωταγωνίστριές του τηλεοπτικού Τρίτου στεφανιού, η "Εκάβη" Λήδα Πρωτοψάλτη και η "Νίνα" Νένα Μεντή.


Και φέτος, 13 χρόνια μετά το σίριαλ, η Νένα Μεντή συμμετέχει και πάλι στο Τρίτο στεφάνι, στη θεατρική του μεταφορά, μα τούτη τη φορά αναλαμβάνει τον ρόλο της Εκάβης. Η ίδια η Μεντή εξάλλου δήλωσε πως νιώθει πολύ πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία της Εκάβης παρά της Νίνας (πέρα από το γεγονός ότι σήμερα είναι πλέον ηλικιακά πιο κοντά στην Εκάβη). Για τον ρόλο της Νίνας ο Φασουλής επέλεξε αρχικά την Πέγκυ Σταθακοπούλου η οποία όμως αναγκάστηκε για προσωπικούς λόγους να αποχωρήσει από τον θίασο λίγο καιρό πριν την πρεμιέρα και έτσι τον ρόλο ανέλαβε η Φιλαρέτη Κομνηνού.

Λίγες εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα του έργου ο Σταμάτης Φασουλής έδωσε μια συνέντευξη στη  Ρούλα Γεωργακοπούλου για τον Ταχυδρόμο των Νέων. Ο σκηνοθέτης δήλωσε μεταξύ άλλων πως αποφάσισε πώς ήρθε η ώρα να ανεβάσει αυτή την παράσταση αφού είδε τη Μεντή να ερμηνεύει την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στον μονόλογο του Πέτρου Ζούλια, καθώς η Εκάβη δεν είναι ένα, είναι πολλά πράγματα, πρωτεϊκή μορφή με χιλιάδες εκφάνσεις, και αυτό η Μεντή μπορεί να το αποδώσει. Στην παρατήρηση της δημοσιογράφου ότι στον ρόλο της Νίνας έχουν διαπρέψει στο παρελθόν η Μεντή και η Βλαχοπούλου ο Φασουλής είπε "Δεν ήταν πολύ καλή η Ρένα εκεί. Απλώς διάβαζε τον ρόλο". Η Γεωργακοπούλου συμπλήρωσε πως "Είχε μια λαϊκότητα πάντως", αλλά ο Φασουλής την αντέκρουσε λέγοντας πως η Νίνα δεν είναι λαϊκό κορίτσι, αλλά βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στο Κολωνάκι και στα Εξάρχεια.

Θα διαφωνήσω με τον Φασουλή στο ότι η Ρένα δεν ήταν πολύ καλή εκεί, όχι φυσικά επειδή είμαι Rena Fan. Σαφώς η Ρένα "διάβαζε" τον ρόλο (όπως και όλοι/ες όσοι/ες συμμετείχαν) αλλά δεν νομίζω ότι "είχε" απλώς λαϊκότητα. Μπορεί η κινηματογραφική της εικόνα να παρέπεμπε πάντα σε λαϊκές φιγούρες, ωστόσο τόσο οι οικογενειακές καταβολές της όσο και η τραγουδιστική της καριέρα τής κληροδότησαν αυτή τη δισυπόστατη ταυτότητα αστής και λαϊκής γυναίκας. Όσο για το αν ήταν πολύ καλή ή όχι, θα πω, όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, ότι η Ρένα Βλαχοπούλου ως Νίνα ήταν πολύ καλή, με πολλές εξαιρετικές στιγμές. Δυστυχώς δεν ήταν πάντα εξαιρετική γιατί δεν ήταν πάντα προετοιμασμένη για την ηχογράφηση (όπως ήταν η Σμάρω Στεφανίδου), ωστόσο μας έδειξε πόσο πιο πολλά θα είχε κάνει στην καριέρα της αν αποφάσιζε να ρισκάρει και να δοκιμαστεί σε διαφορετικά πράγματα και αν βρίσκονταν και οι σκηνοθέτες που θα την έπειθαν να κάνει ανάλογες κινήσεις (με αυτό το δεδομένο θεωρώ κατόρθωμα του νεαρού τότε Γιώργου Παυριανού το ότι την έπεισε να πάρει μέρος στο Τρίτο στεφάνι και ότι τη βοήθησε να αποδώσει τον ρόλο τόσο καλά...).

Παρασύρθηκα όμως, το θέμα μου δεν είναι το Τρίτο στεφάνι του Τρίτου Προγράμματος, αλλά το Τρίτο στεφάνι του Εθνικού Θεάτρου. Ο Φασουλής είναι ειδικός στο να στήνει μεγάλα λαϊκά θεάματα, και το αλησμόνητο Βίρα τις Άγκυρες που σκηνοθέτησε σ' αυτή την ίδια σκηνή το 1997 θα αποτελεί πάντα το μέτρο για ό,τι ανάλογο κάνει ο ίδιος (αλλά και άλλοι/ες) στο μέλλον. Το Τρίτο στεφάνι δεν βρίσκεται στο ύψος εκείνης της παράστασης, αλλά πάντως είναι μια πολύ καλή παράσταση που καταφέρνει παρά τη μεγάλη διάρκειά της (4 ώρες και 15 λεπτά...) να μην κουράζει το κοινό.  Οι ρυθμοί της είναι γρήγοροι και ίσως αυτό το προτέρημα να μην αφήνει παραδόξως την παράσταση να απογειωθεί, αφού εκ των πραγμάτων τα πράγματα πρέπει να κυλήσουν γρήγορα και σε κάποιες στιγμές η προσδοκώμενη εμβάθυνση δεν επιτυγχάνεται (ενώ στο Βίρα τις άγκυρες η εμβάθυνση αυτή προσφερόταν από τα τραγούδια του έργου). Ήταν βέβαια πολύ δύσκολο να "χωρέσει" ολόκληρο το βιβλίο του Ταχτσή στην παράσταση και παρά τις παραλείψεις που αναγκαστικά έγιναν (πχ το κομμάτι των Δεκεμβριανών) νιώθεις ότι έχεις δει πραγματικά όλο το έργο χωρίς σημαντικές απώλειες.

Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι μάλλον καλύτερο τόσο ως διασκευή όσο και ως σκηνικό αποτέλεσμα. Σ' αυτό κυριαρχεί η ιστορία της Εκάβης και πραγματικά η Νένα Μεντή αποδεικνύει πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι. Γράφτηκε ότι η ερμηνεία της αγγίζει το επίπεδο της Κατίνας Παξινού--δεν είχα βέβαια την τύχη να δω την Παξινού στη σκηνή για να το επαληθεύσω--και στο φινάλε του πρώτου μέρους νομίζω ότι είναι πραγματικά συγκλονιστική. Στο δεύτερο μέρος το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη Νίνα και είναι η σειρά της Φιλαρέτης Κομνηνού να μας γοητεύσει. Όταν είδα εγώ την παράσταση, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η Κομνηνού έμοιαζε να μην έχει ακόμα ολοκληρώσει τον ρόλο, είχε εντούτοις εξαιρετικές στιγμές και μια σκηνική παρουσία σαγηνευτική. Η Νίνα της κυριαρχεί έτσι κι αλλιώς και δραματουργικά (ενώ η Εκάβη είναι πιο παραγκωνισμένη και, αντίστοιχα, η Μεντή φαίνεται να μην αποδίδει τόσο όσο θα μπορούσε σε κάποιες σκηνές) και φυσικά στο εντυπωσιακό φινάλε, που είναι έμπνευση των διασκευαστών και όχι του Κώστα Ταχτσή, κινεί τα νήματα με μαεστρία.

Όσο για τον υπόλοιπο θίασο, οι περισσότεροι/ες ηθοποιοί έχουν μικρούς ρόλους τους οποίους φέρνουν σε πέρας ικανοποιητικά. Ξεχωρίζουν ασφαλώς ο Γιάννης Νταλιάνης (Αντώνης), ο Δημήτρης Στάνκογλου (Δημήτρης), η Μαργαρίτα Λουμάκη (Μαριέτα), ο Νίκος Χύτας (Λόγγος) και η Ντόρα Σιμοπούλου (Ερασμία). Η Τάνια Τρύπη ως Ελένη επαναλαμβάνει τον τύπο της μοιραίας γυναίκας που έχει ξαναπαίξει στη σκηνή του "Ρεξ" και σε άλλες δουλειές, αλλά νομίζω ότι στο τηλεοπτικό Τρίτο στεφάνι (όπου έπαιξε τον ίδιο ρόλο) ήταν καλύτερη. Η Όλγα Δαμάνη είναι καλύτερη ως Γαλάτεια παρά ως θεία Κατίγκω, ενώ η Μαρία Ζορμπά στον ρόλο της Μαρίας, της κόρης της Νίνας, είχε καλές στιγμές, ενώ σε κάποιες άλλες φαινόταν κάπως ακαθοδήγητη (ίσως στο μεταξύ να έχει βρει τους ρυθμούς της). Ο Φοίβος Ριμένας ως Άκης ήταν πολύ καλή επιλογή. Τα σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου ομολογώ πως δεν με ικανοποίησαν: αν και μπορώ να ερμηνεύσω την επιλογή του άσπρου χρώματος που κυριαρχούσε ως αναφορά στα νυφικά των τριών γάμων, νομίζω ότι δεν ταίριαζε με τα γεγονότα και τις καταστάσεις του έργου. Τα κοστούμια της Ντέννης Βαχλιώτη, αντίθετα, ήταν νομίζω εξαιρετικά. Καλά λόγια έχω να πω και για τη μουσική σύνθεση και επιμέλεια του Θοδωρή Οικονόμου και για την κίνηση της Αποστολίας Παπαδαμάκη.


Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε το Τρίτο στεφάνι, αλλά σας ενημερώνω πως μέχρι το τέλος των παραστάσεων τα εισιτήρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί: θα βρείτε μόνο θέσεις στον Β΄ εξώστη ή, αν είστε τυχεροί, θέσεις από ακυρώσεις ή εισιτήρια από επιστροφές. Αξίζει όμως τον κόπο να προσπαθήσετε να το δείτε...

Και δυο ρενα-φανατικές λεπτομέρειες. Η πρώτη: το τραγούδι Dormi Bambina που ακούγεται σε μια στιγμή στο έργο: είναι το τραγούδι που ακούει η Νίνα να τραγουδά κάποιο καλοκαιρινό βράδυ ένας Ιταλός από την απέναντι πολυκατοικία... Είναι το τραγούδι που τραγουδούσε η Ρένα εκείνη την εποχή στα επιθεωρησιακά θέατρα της Αθήνας και που στο ραδιοφωνικό Τρίτο στεφάνι ξανατραγούδησε η ίδια, ως Νίνα αυτή τη φορά... Η δεύτερη: στο ίδιο αυτό θέατρο, το "Ρεξ", εμφανιζόταν η Ρένα Βλαχοπούλου τη σεζόν 1978-79, στην επιθεώρηση Τα παιδιά του σωλήνα. Και μια μέρα, ο νεαρός Γιώργος Παυριανός περνώντας από έξω, είδε το όνομά της στη μαρκίζα και σκέφτηκε να της προτείνει τον ρόλο...

Το μικρόβιο του έρωτα του Κώστα Γιαννίδη στο "Ακροπόλ"

Λίγο πιο πάνω από το "Ρεξ", στο "Ακροπόλ", σε ένα θέατρο που επίσης σφράγισε η Ρένα με την παρουσία της για χρόνια ολόκληρα, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει το μουσικό θέαμα Το μικρόβιο του έρωτα του Κώστα Γιαννίδη. Πρόκειται για μια σύνθεση τραγουδιών του σπουδαίου συνθέτη που έκανε καριέρα ως Γιαννίδης στον χώρο του ελαφρού θεάτρου και τραγουδιού και με το πραγματικό του όνομα, Γιάννης Κωνσταντινίδης, στον χώρο της λόγιας μουσικής. Γιατί φέρνει αυτή η παράσταση τη Ρένα Βλαχοπούλου στο μυαλό του Rena Fan; Μα φυσικά γιατί ο εκλεκτός συνθέτης συνεργάστηκε με τη νεαρή τραγουδίστρια στα χρόνια της Κατοχής και έναν από τους καρπούς αυτής της συνεργασίας, το υπέροχο τραγούδι "Έτσι είν' η ζωή" σε στίχους Δημήτρη Ευαγγελίδη, μπορείτε να απολαύσετε σ' αυτήν την παράσταση...

Υπεύθυνος για το καλόγουστο και υψηλής αισθητικής θέαμα του "Ακροπόλ" είναι ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, ο οποίος γνώρισε τον Γιαννίδη λίγα χρόνια πριν πεθάνει, κέρδισε την εμπιστοσύνη του συνθέτη και ανέλαβε την ευθύνη του αρχείου του. Έκτοτε ο Λιάβας προσπαθεί να αναδείξει τις διάφορες πτυχές του πλούσιου έργου του Κωνσταντινίδη/Γιαννίδη και αυτή η παράσταση εντάσσεται σ' αυτές τις επιτυχημένες προσπάθειες. Πρόκειται για ένα μουσικό έργο χτισμένο από τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη, στο πρώτο μέρος του οποίου κυριαρχούν αποσπάσματα από την οπερέττα Το μικρόβιο του έρωτα, την οποία ο Γιαννίδης συνέθεσε στο Βερολίνο, όταν σπούδαζε κοντά σε μεγάλους Γερμανούς μουσουργούς. Το πρωτότυπο λιμπρέτο της οπερέτας ήταν γραμμένο στα γερμανικά: για τις ανάγκες της φετινής παρουσίασής του επιστρατεύτηκε ο Γιάννης Ξανθούλης ο οποίος έγραψε τους στίχους για τις πανέμορφες μελωδίες του Γιαννίδη που μάλλον ακούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και που ελπίζω να ηχογραφηθούν για να μπορούμε να τις ακούμε ξανά και ξανά. Τα κομμάτια αυτά είναι φανερά επηρεασμένα από το βερολινέζικο κλίμα και την ατμόσφαιρα των μεσοπολεμικών καμπαρέ στα οποία δούλεψε ο νεαρός Γιαννίδης για να μπορέσει να επιβιώσει, όταν η οικογένειά του καταστράφηκε οικονομικά...

Τα αποσπάσματα από το Μικρόβιο του έρωτα πλαισιώνουν οι πασίγνωστες επιτυχίες του Κώστα Γιαννίδη. Η επιλογή τους και η σύνθεσή τους σε μια ενιαία παράσταση έγινε από τον Λάμπρο Λιάβα, ο οποίος πρόσθεσε μικρά συνδετικά κείμενα που παρουσιάζουν την πορεία του συνθέτη από τη Σμύρνη, στο Βερολίνο και από κει στην Αθήνα. Τα κείμενα είναι απλώς η αφορμή για να ακουστούν τα υπέροχα κομμάτια του συνθέτη με το ιδιαίτερο χρώμα και τις μαγευτικές αρμονίες τους: ευτυχώς δεν φλυαρούν και δίνουν γοργά τη θέση τους στα τραγούδια. Εκτός από τον Κώστα Γιαννίδη που τον υποδύονται σε διπλή διανομή ο Γιώργος Κέντρος και ο Νίκος Αρβανίτης, βασικό πρόσωπο του έργου είναι ο κομπέρ του καμπαρέ, που υποδύονται ο Άγγελος Παπαδημητρίου και ο Κώστας Ζαχαράκης (εγώ είδα τους Αρβανίτη και Ζαχαράκη, και οι δυο πολυ καλοί στους ρόλους τους).


Από τους/τις υπόλοιπες σολίστες ξεχωρίζουν σαφώς η Ζωή (είδα την εξαιρετική Νίνα Λοτσάρη, κάθε χρόνο και καλύτερη, με εντυπωσιακή φωνή και σαγηνευτική σκηνική παρουσία--τον ρόλο παίζουν επίσης οι Ευδοκία Χατζηιωάννου και Δέσποινα Σκαρλάτου-Παρασκευοπούλου) και ο συνοδός της (είδα τον καλό Δημήτρη Σιγαλό--τον ρόλο παίζουν επίσης ο Νίκος Στεφάνου και ο εξαιρετικός Κωνσταντίνος Κληρονόμος). Στους ρόλους της Μνήμης και της Σοφίας Βέμπο είδα τη γοητευτική Ιωάννα Φόρτη (τους ρόλους παίζει επίσης η Ελένη Δάβου) και ως συνοδό της Μνήμης αλλά και ως Νίκο Γούναρη είδα τον αφοπλιστικό Χάρη Ανδριανό (τους ρόλους παίζει επίσης ο Μιχάλης Κατσούλης). Με ιδιαίτερο μπρίο, ως συνήθως, ερμήνευσε τη Σπιτονοικοκυρά του συνθέτη (και λιμπρετίστα του Μικροβίου!) αλλά και τη Μαμά του ζεύγους η απολαυστική Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη (τον ρόλο παίζει επίσης η Ζηνοβία Πουλή). Στους υπόλοιπους ρόλους χάρηκα τις/τους Ελπινίκη Ζερβού, Ζαφείρη Κουτελιέρη, Τάσο Λαζάρου (στους αντίστοιχους ρόλους εμφανίζονται επίσης οι Μυρτώ Μποκολίνη, Κωστής Ρασιδάκης, Γιώργος Σώχος). Σε πλήρη φόρμα η χορωδία της ΕΛΣ που διευθύνει ο Κώστας Δρακάκης αλλά και το μπαλέτο που χορογράφησε η Σοφία Σπυράτου. Την παράσταση που είδα εγώ διηύθυνε ο Χρύσανθος Αλισάφης. (Σ' αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι θα έπρεπε η ΕΛΣ να μοιράζει μαζί με το πρόγραμμα μια σελίδα με τη διανομή της κάθε παράστασης, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να καταλάβεις ποιον/ποιαν σολίστα βλέπεις πάνω στη σκηνή με βάση τη μικρή φωτογραφία που υπάρχει στο πρόγραμμα...).

Στο καλόγουστο σκηνικό αποτέλεσμα της παράστασης έχουν σαφώς συμβάλει τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, ενώ οι διασκευές του Βασίλη Τενίδη απογείωσαν πολλά από τα τραγούδια. Στα highlights της βραδιάς τα βαλσάκια "Πάμε σαν άλλοτε" και "Λες και ήταν χτες", το "Θα ξανάρθεις" από τον Χάρη Ανδριανό, το "Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα" από την Ιωάννα Φόρτη (όσο κι αν η υπέροχη φωνή της δεν θύμιζε καθόλου τη Σοφία Βέμπο, στην οποία παρέπεμπε ο ρόλος της). Το φινάλε ξεκίνησε με την ενότητα "Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι"/"Σπιτάκι μου παλιό" (με τον Ν. Στεφάνου και τη χορωδία) για να κορυφωθεί με το "Ξύπνα αγάπη μου" της... πλανεύτρας Νίνας Λοτσάρη και να ολοκληρωθεί με το "Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου" μπλεγμένο με το "Έτσι είν' η ζωή"...

Δείτε οπωσδήποτε το Μικρόβιο του έρωτα στο Ακροπόλ, αν ανήκετε στους/στις λάτρεις του ελαφρού τραγουδιού. Αλλά και αν δεν ανήκετε, αξίζει τον κόπο, νομίζω να γνωρίσετε τον μαγικό μουσικό κόσμο του Κώστα Γιαννίδη (έστω και σε μια οπερετική εκδοχή που σαφώς διαφέρει από την αρχική μορφή αυτού του ρεπερτορίου, αλλά δεν παύει να γοητεύει και να συγκινεί).

Και μια ρενα-φανατική επισήμανση: χαίρομαι όταν βλέπω πληροφορίες από τα κείμενα του blog να χρησιμοποιούνται από άλλους/ες ερευνητές/τριες. Είναι μια αναγνώριση της χρησιμότητας της δουλειάς μου. Αυτό συμβαίνει στο πρόγραμμα του "Ακροπόλ" όπου υπάρχει ένα κείμενο για τον Κώστα Γιαννίδη, στο οποίο αναγνώρισα κάποιες φράσεις και πληροφορίες από την ανάρτηση που αφιέρωσα πέρσι στον μεγάλο συνθέτη. Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σ' αυτήν στη βιβλιογραφία του κειμένου. Επικοινώνησα με τον συγγραφέα του, ο οποίος μου είπε ότι η αναφορά υπήρχε στην αρχική μορφή του κειμένου που υπέβαλε για το πρόγραμμα, αλλά προφανώς αφαιρέθηκε από τον υπεύθυνο της ύλης του προγράμματος. Αν αυτό συνέβη επειδή πρόκειται για διαδικτυακή και όχι για έντυπη πηγή, νομίζω ότι είναι μια άκρως άκομψη και άδικη κίνηση που δείχνει έλλειψη σεβασμού για την εργασία των bloggers. Μπορεί να θέτουμε τη δουλειά μας στη διάθεση ενός μεγάλου κοινού μέσω του διαδικτύου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η δουλειά παύει να είναι δική μας (αντίστοιχα ανάμικτα συναισθήματα χαράς και ενόχλησης ένιωσα πρόσφατα διαβάζοντας άλλο ένα κείμενο για τον Κώστα Γιαννίδη...).


Η Χαρτοπαίχτρα του Δ. Ψαθά στο θέατρο "Πόρτα"

Ομολογώ ότι στο θέατρο "Πόρτα" πήγα προκατειλημμένος μάλλον αρνητικά. Είχα διατυπώσει και παλιότερα τις επιφυλάξεις μου για το εγχείρημα του Τάκη Ζαχαράτου να ερμηνεύσει τον ρόλο της χαρτοπαίχτρας υποδυόμενος τη... Ρένα Βλαχοπούλου που δόξασε τον ρόλο στο σινεμά και στο θέατρο. Οφείλω να πω ότι ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου το αν ο Ζαχαράτος έπρεπε να ανεβάσει τη Χαρτοπαίχτρα ή όχι, δεν έχω καταφέρει να δώσω απάντηση στο... ηθικό ζήτημα που τίθεται με την απόφασή του να μιμηθεί επί δύο ώρες τη Ρένα. Βλέποντας όμως την παράσταση στο θέατρο "Πόρτα", δεν ένιωσα ότι το θέαμα πρόσβαλλε τη μνήμη της. Αλλά αναμφίβολα η παράσταση έχει πολλές αδυναμίες.

Η παράσταση της ADAM Productions (του Μιχάλη Αδάμ) προσπαθεί βέβαια με κάθε τρόπο να θυμίσει την ταινία. Ακόμα και στο κείμενο έχουν γίνει επεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση: προστέθηκε για παράδειγμα η εναρκτήρια σκηνή με την παρέα της χαρτοπαίχτρας η οποία δεν υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο του Ψαθά, ανήκει εξ ολοκλήρου στον Γιάννη Δαλιανίδη. Χρησιμοποιήθηκε η μουσική που είχε γράψει ο Μίμης Πλέσσας για την ταινία και σε μια προσπάθεια το έργο να γίνει μουσική κωμωδία έχουν προστεθεί από τον Γιώργο Μίτσιγκα στίχοι σε κάποια θέματα για να τα τραγουδάει κυρίως η χαρτοπαίχτρα αλλά και κάποιοι από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Οπτικά η παράσταση παραπέμπει στη δεκαετία του '60. Τα σκηνικά του Ηλία Λεδάκη χρησιμοποιούν προβολές εικόνων που είναι ομολογουμένως έξυπνες και δίνουν σε κάποια σημεία ευφάνταστες λύσεις. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ τονίζουν τη γκροτέσκ όψη της δεκαετίας του '60 χρησιμοποιώντας πολύ έντονα χρώματα και κάποιες φορές κιτς συνδυασμούς. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια προσπάθεια να προστεθεί έντονο χρώμα και επιπλέον κέφι στην ασπρόμαυρη ταινία--στοιχεία βέβαια που η ταινία σαφώς δεν χρειαζόταν γιατί είχε γερό καστ με επικεφαλής βέβαια τη δαιμόνια Ρένα Βλαχοπούλου.


Τι συμβαίνει όμως με το τωρινό καστ; Μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης Βασίλης Μυριανθόπουλος δεν ασχολήθηκε με τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς και ότι κάποιοι/ες από αυτούς/ές απλώς δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν σωστά τους ρόλους που ανέλαβαν. Προφανώς το επίκεντρο της παράστασης είναι ο Τάκης Ζαχαράτος και το "εύρημα" της μίμησης της Ρένας, τι συμβαίνει όμως με τους υπόλοιπους/ες; Ακόμα και οι πιο έμπειροι/ες μου φάνηκαν απροετοίμαστοι/ες. Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου για παράδειγμα στον ρόλο του συζύγου της Χαρτοπαίχτρας έπαιζε μονόχορδα, φωνάζοντας και απειλώντας όλη την ώρα. Η Τζέσυ Παπουτσή παρομοίως χρησιμοποιούσε υψηλές εντάσεις χωρίς καθόλου να πείθει ότι είναι η φοβισμένη υπηρέτρια όταν πρέπει. Μόνον ο Μιχάλης Γιαννάτος  στον ρόλο του Παπατζή και ο Χρήστος Συριώτης στον ρόλο του Γιαννάκη ήταν πειστικοί. Οι ηθοποιοί που ανέλαβαν τους μικρότερους ρόλους έμοιαζαν, με κάποιες εξαιρέσεις σαφώς, ακαθοδήγητοι/ες. Οπότε το μόνο που μας μένει είναι ο Τάκης Ζαχαράτος.

Μπορεί ο Τάκης Ζαχαράτος να είναι μίμος και όχι ηθοποιός, αλλά, όπως επεσήμανε ένας φίλος, έπαιξε πολύ καλύτερα και πολύ πιο ευσυνείδητα από τους/τις επαγγελματίες ηθοποιούς. Ο Ζαχαράτος ως Ρένα (ή στην προσπάθειά του να θυμίσει τη Ρένα, όπως ο ίδιος προτιμά να περιγράφεται το εγχείρημά του) είναι πολύ καλός στις δυο πρώτες εικόνες του έργου. Τον απόλαυσα ιδιαίτερα στη δεύτερη εικόνα (και υποθέτω τα εύσημα πρέπει να δοθούν και στον Μυριανθόπουλο για αυτό) όπου έδειξε ότι δεν μιμούνταν απλώς τη Ρένα αλλά στηριζόμενος στα δικά της υποκριτικά τερτίπια  έβαζε τις δικές του πινελιές στον ρόλο: όπως για παράδειγμα όταν η Αλέκα προσπαθεί να τουμπάρει τον Μπάρδακα προξενεύοντας τον γιο της  για την κόρη του και ταυτόχρονα τον αναγκάζει να... παίξουν χαρτιά ή όταν στρώνει το τραπέζι για την οικογένειά της. Ωστόσο στις υπόλοιπες εικόνες του έργου τα ευρήματα μοιάζουν να ελαττώνονται (δίχως φυσικά να λείπουν, όπως πχ. στην τέταρτη εικόνα όταν η Αλέκα προσπαθεί να γλιτώσει από τον θυμό του Αντρέα μπουσουλώντας--εδώ ο Ζαχαράτος χρησιμοποίησε έξυπνα το μπουσούλημα  της Ρένας από το Ένα κορίτσι για δύο) και η μίμηση της Ρένας δεν είναι πια αποτελεσματική--ίσως μάλιστα να γίνεται και βαρετή. Ειδικά στην πέμπτη εικόνα όπου η Αλέκα πρέπει να δείξει την έγνοια της να ανακαλύψει την ερωμένη του συζύγου της, τον θυμό της και την πίκρα της, νομίζω ότι ο Ζαχαράτος δεν τα κατάφερε πολύ καλά. Ωστόσο, στην παράσταση που είδα εγώ φάνηκε η αυτοσχεδιαστική ικανότητα του Ζαχαράτου, όταν ο Μποσταντζόγλου και ο Δημήτρης Λιακόπουλος (που υποδύεται τον γιο της Αλέκας) μπέρδεψαν τις ατάκες τους και ο Ζαχαράτος σχολίασε έξυπνα το συμβάν.

Συνολικά μοιάζει να δικαιώνεται η αρχική μου σκέψη ότι ο Ζαχαράτος είναι εξαιρετικός στο να μιμείται (ή να... θυμίζει) τη Ρένα Βλαχοπούλου σε σύντομες σκηνές ή σε μουσικοχορευτικά νούμερα (όπως συμβαίνει και στα τραγούδια της Χαρτοπαίχτρας όπου η φωνή του θυμίζει την έκφραση της Ρένας και οι κινήσεις του τα κωμικά της χορευτικά), αλλά σε μια δίωρη παράσταση οι αδυναμίες δυστυχώς δεν μπορούν να κρυφτούν. Συνολικά πάντως, και παρόλο που όπως προείπα δεν έχω δώσει ακόμα απάντηση στο ηθικό ερώτημα του αν δικαιούται κάποιος/α να μιμείται επί ένα δίωρο έναν/μία ηθοποιό που έπαιξε ένα ρόλο, κρατώ την αγάπη του Ζαχαράτου, αλλά και ολόκληρης της παραγωγής, για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Αγάπη που είναι έκδηλη και στο... συνοδευτικό υλικό της παράστασης, δηλαδή στο πρόγραμμα και στο CD με τα τραγούδια του έργου. Στο μεν πρόγραμμα γίνονται εκτενείς αναφορές στη Ρένα από τους συντελεστές της παράστασης ενώ φιλοξενούνται και οι αναμνήσεις του Γιάννη Δαλιανίδη και του Μάκη Δελαπόρτα για τη συνεργασία τους με τη Ρένα στην ταινία και στην τελευταία παράσταση της Χαρτοπαίχτρας. Υπάρχει επίσης και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την ταινία και την παράσταση του 1993 (μια από τις οποίες έχω την εντύπωση ότι έχει παρθεί από αυτό το blog, αλλά σαφώς δεν διαμαρτύρομαι γι' αυτό, γιατί δεν έχω την αποκλειστικότητα των φωτογραφιών που αναρτώ--άλλωστε το ίδιο συνέβη και σε πρόσφατο αφιέρωμα της εκπομπής Όμορφος κόσμος το πρωί στην Έλντα Πανοπούλου, όπου χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες της Χαρτοπαίχτρας του 1993 από το blog). Σε ό,τι αφορά το CD, περιέχει τα τραγούδια της παράστασης με τον Ζαχαράτο και άλλους/ες ηθοποιούς της ενώ στα bonus tracks του συμπεριλαμβάνονται το "Η Αθήνα τη νύχτα" (από τα Κορίτσια για φίλημα) με την αφιέρωση "Στη Ρένα που αγαπάμε" (το τραγουδάει ο Ζαχαράτος) και το "Όπου κι αν ψάξω βρίσκεσαι" (από το Κάτι να καίει, που λανθασμένα όμως αναγράφεται ως "Όπου κι αν πάω") που το τραγουδάει η Ιώ Νικολάου με τη συνοδεία του Μίμη Πλέσσα στο πιάνο.

Λόξα και Δόξα του Γιάννη Ξανθούλη από την ομάδα "Συν ένα" της Καλαμάτας
Η τελευταία φετινή παράσταση που μου θύμισε τη Ρένα Βλαχοπούλου ανέβηκε στην Καλαμάτα από την ομάδα "Συν ένα". Πρόκειται για το σπονδυλωτό έργο του Γιάννη Ξανθούλη Λόξα και δόξα που ανέβηκε για πρώτη φορά από την Αλίκη Γεωργούλη στην "Αποθήκη" της, τη σεζόν 1989-90. Συμπρωταγωνιστούσαν η Ελένη Γερασιμίδου, ο Χρήστος Μπίρος, ο Ζανό Ντάνιας, ο Θανάσης Θεολόγης, η Ελισάβετ Ναζλίδου, ο Χρήστος Τάρλοου και ο ίδιος ο Γιάννης Ξανθούλης. Το έργο παρουσιάζει την ιστορία μιας οικογένειας που έχει ένα γραφείο τελετών κάπου στα Πατήσια.  Το γραφείο προσπαθούν να διαχειριστούν τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας (η μεγάλη κόρη Ολυμπιάδα και οι τρεις αδελφοί της, ένας από τους οποίους είναι ο συγγραφέας του έργου) καθώς ο πατέρας τους δολοφονήθηκε πριν πολλά χρόνια από τη μητέρα τους, η οποία πλέον γυρίζει από φυλακή σε φυλακή. Τα τέσσερα αδέλφια έχουν επηρεαστεί από τον κινηματογράφο που βρίσκεται απέναντι από το γραφείο τους: οι αναμνήσεις τους, οι επιθυμίες τους και τα όνειρά τους μπλέκονται με τις ταινίες που παρακολουθούσαν εκεί από παιδιά και νιώθουν να ασφυκτιούν στη σκληρή πραγματικότητα του γραφείου και της ζωής τους γενικότερα. Το έργο παρουσιάζει γλυκόπικρα τα απωθημένα τους, τις αναμνήσεις τους, τα ματαιωμένα τους σχέδια αλλά και τις σύντομες περιπέτειές τους όταν τους επισκέπτεται η δίδυμη αδελφή της μητέρας τους που είναι καλόγρια ή όταν η μητέρα τους αποφυλακίζεται για λίγο καιρό χάρη σε ένα λαχείο που κερδίζει...

Το Λόξα και δόξα είναι ένα αγαπημένο μου έργο με έντονα επιθεωρησιακά στιχεία και τρυφερές επιρροές από το παγκόσμιο και το ελληνικό σινεμά. Η παράσταση της "Αποθήκης", σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου και μουσική Στάμου Σέμση, ήταν εξαιρετική με την Αλίκη Γεωργούλη να συγκινεί στον ρόλο της Ολυμπιάδας και την Ελένη Γερασιμίδου να προκαλεί απίστευτο γέλιο στον διπλό ρόλο της μητέρας και της καλόγριας θείας. Το έργο επαναλήφθηκε δέκα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1999: το σκηνοθέτησε για το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας ο Θανάσης Θεολόγης που συμμετείχε στο πρώτο ανέβασμα. Τον ρόλο της Ολυμπιάδας έπαιξε η Νένα Μεντή και τον ρόλο του συγγραφέα ο αξέχαστος Μίμης Χρυσομάλλης, ενώ η Ελένη Γερασιμίδου επανέλαβε τον διπλό της ρόλο. Αυτή τη φορά τη μουσική έγραψε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ο οποίος έδωσε έναν πιο επιθεωρησιακό χαρακτήρα στα τραγούδια, ταιριαστό σε καλοκαιρινή παράσταση περιοδείας, ενώ ο Σέμσης στο πρώτο ανέβασμα είχε καταφέρει να δώσει στα τραγούδια μια ατμόσφαιρα πιο φευγάτη και σκοτεινή, που ταίριαζε στις ματαιωμένες αυταπάτες των ιδιοκτητών ενός γραφείου τελετής.

Φέτος το Λόξα και δόξα ξεκίνησε έναν νέο κύκλο ζωής στην ελληνική περιφέρεια με μια παράσταση όμως που δεν θα έχουν την ευκαιρία να δουν άλλες πόλεις. Η ομάδα "Συν ένα" (που ιδρύθηκε το 2008 από παλιούς ερασιτέχνες ηθοποιούς και συντελεστές παλαιών θεατρικών σχημάτων της Καλαμάτας αλλά και νέους/ες φίλους/ες της τέχνης) έδωσε νέα πνοή στο έργο του Ξανθούλη. Ο σκηνοθέτης  Κώστας Κατσουλάκης (που υπέγραψε επίσης τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς) έδωσε σωστούς ρυθμούς στην παράσταση και είδε με νέα δεδομένα κάποιες από τις σκηνές του έργου (χαρακτηριστική η αναφορά στο Brokeback Mountain στη σκηνή "Το φάντασμα του Βασιλάκη"). Επίσης, αξιοποιώντας τα πολυάριθμα μέλη της ομάδας ο Κατσουλάκης έδωσε... σάρκα και οστά στα κινηματογραφικά όνειρα των χαρακτήρων του Ξανθούλη: έτσι, πέρα από τα πρόσωπα που επινόησε ο συγγραφέας, η σκηνή γέμισε με κινηματογραφικούς/ές ήρωες/ηρωίδες, με φιγούρες που ξέφυγαν από ταινίες του παγκόσμιου σινεμά και έδωσαν ιδιαίτερη λάμψη στα επί σκηνής δρώμενα και όνειρα!

Τη μουσική και τα τραγούδια του έργου που τόνισαν αυτή την ονειρική διάστασή του έγραψε ο Μιχάλης Τούμπουρος και δυστυχώς αποδείχτηκαν το κύκνειο άσμα του συνθέτη: πριν από λίγες μέρες, στις 3 Μαρτίου 2010, ο πενηντάχρονος πυρηνικός ιατρός και, όπως δήλωνε ο ίδιος, ερασιτέχνης μουσικός βρήκε αναπάντεχο θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στην Καλαμάτα όπου ζούσε και εργαζόταν. Λίγους μήνες πριν την πρεμιέρα της παράστασης είχε κυκλοφορήσει από τη Lyra ο πρώτος του δίσκος, με τίτλο Μονολογώντας. Ο ίδιος είχε γράψει και τους στίχους και τη μουσική και ερμήνευσε 9 τραγούδια ενώ τα υπόλοιπα έξι ερμήνευσαν οι Χάρις Αλεξίου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Πάνος Μουζουράκης, Λάκης Παπαδόπουλος, Μπάμπης Στόκας και Διονύσης Τσακνής. Ο Τούμπουρος είχε πρωτοεμφανιστεί το 1991 στον χώρο του τραγουδιού συμμετέχοντας στους «Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου κέρδισε το τρίτο βραβείο. Εμφανίστηκε επίσης στο ανανεωμένο «Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης» το 2006 (με το τραγούδι "Άρωμα"), αλλά όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε κυρίως με μουσική για θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν στη Ρόδο και την Καλαμάτα (σε κάποιες από τις οποίες έπαιξε και ως ηθοποιός). Στη δισκογραφία μπήκε χάρη στον Μανώλη Μητσιά που ερμήνευσε ένα (διαβάστε μια συνέντευξή του στη Γιώτα Συκκά και την Καθημερινή εδώ).
Η Μαρία Κρόμπα στον ρόλο της Ολυμπιάδας

Όσο για τους/τις ηθοποιούς της ομάδας "Συν ένα", ομολογώ ότι με εξέπληξαν. Αν και είναι έντονα εντυπωμένες μέσα μου οι ερμηνείες του πρώτου ανεβάσματος του έργου χάρη σε μια μαγνητοσκόπηση που έχω δει αμέτρητες φορές από το 1989 μέχρι σήμερα, τα μέλη της ομάδας με κέρδισαν με το κέφι τους, τον αυθορμητισμό τους και τις υποκριτικές τους ικανότητες. Ξεχώρισα τη Μαρία Κρόμπα ως Ολυμπιάδα, τη Ρούλα Μεντή ως κατάδικο μητέρα, την Όλγα Θεοδώρου ως καλόγρια θεία (στα πρώτα δυο ανεβάσματα του έργου τους δυο ρόλους έπαιζε η ίδια ηθοποιός εφόσον πρόκειται για... δίδυμες ηρωίδες, ωστόσο οι κυρίες Μεντή και Θεοδώρου έμοιαζαν αρκετά, ώστε να πείθουν για αδελφές!) και τον Ηλία Μαρκέτη ως συγγραφέα. Στους υπόλοιπους ρόλους εμφανίστηκαν  με ικανοποιητικά αποτελέσματα (δίχως να λείπουν βέβαια κάποιες αναπόφευκτες αδυναμίες, εφόσον κάποια από τα μέλη ασχολούνται ερασιτεχνικά με το θέατρο) οι Βαγγέλης Χάχης, Τάκης Τσαπόγας, Σοφία Μποτσέα, Όλγα Θεοδώρου, Χαρούλα Νίκου, Λεωνίδας Παχτίτης, Λέανδρος Μιμίκος, Γιώργος Καμπούρης. Στον χορό συμμετείχαν οι Βάγια Αγαδάκου, Κωνσταντίνος Βλαχοδήμος, Ρένα Κολοκάθη, Αλεξάνδρα Λυμπεροπούλου, Ελένη Μαλιώρα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ζωή Στεργιώτη, Λαμπρινή Τίτσου και Γωγώ Χρανιώτη.
Ο Τάκης Τσαπόγας, η Σοφία Μποτσέα και ο Βαγγέλης Χάχης

Τώρα, πού κολλάει η Ρένα Βλαχοπούλου σε όλα αυτά; Πρώτα από όλα, το όνομά της υπάρχει μέσα στο κείμενο του Ξανθούλη! Στην αρχή του έργου, τα αδέλφια της Ολυμπιάδας παραπονιούνται ότι η δική της κακή μοίρα τα παρέσυρε και αυτά. Λέει λοιπόν ο συγγραφέας: "Έπρεπε να παντρευτεί πρώτα η Ολυμπιάδα κι ύστερα εμείς" και συμπληρώνει ένα από τα αδέλφια: "Σαν τη Βλαχοπούλου στις ταινίες της Φίνος Φιλμ"...
 "Σαν τη Βλαχοπούλου στις ταινίες της Φίνος Φιλμ..."

Στην παράσταση όμως της ομάδας "Συν ένα" η Ρένα Βλαχοπούλου, ή μάλλον η φωνή της, έχει άλλο ένα σύντομο "πέρασμα": στο τραγούδι "Τα καλοκαίρια τα παλιά" οι στίχοι του Ξανθούλη περιγράφουν τις κινηματογραφικές αναμνήσεις δύο παλιών φίλων, του Αλέξανδρου και του Βασιλάκη. Στους στίχους γίνεται αναφορά στους/στις αξέχαστους/ες ηθοποιούς μας: Φωτόπουλο, Λογοθετίδη, Αυλωνίτη, Σταυρίδη, Βρανά και Μακρή. Ο Μιχάλης Τούμπουρος έβαλε εμβόλιμα στο τραγούδι ατάκες από παλιές ταινίες με τις φωνές της Σαπφώς Νοταρά, του Νίκου Σταυρίδη, του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και της Ρένας Βλαχοπούλου που απαγγέλει: "Πολύ μακράν με φέρανε σε δυο βουνά από πίσω, δεν φτάνει το χεράκι μου να σ' αποχαιρετήσω..." από την ταινία Όταν λείπει η γάτα του Αλέκου Σακελλάριου.
Η άρτι αποφυλακισθείσα έξαλλη μητέρα (Ρούλα Μεντή) πλαισιωμένη από τα παιδιά της

Με αυτό το τραγούδι θα κλείσει αυτή η... ατέλειωτη ανάρτηση για τις 3+1 θεατρικές παραστάσεις της φετινής σεζόν που μου θύμισαν (λες και χρειάζομαι πολλές αφορμές...) τη μούσα αυτού του blog. Αφιερώνω αυτό το βιντεάκι στη μνήμη του Μιχάλη Τούμπουρου.


Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Σοφία Βέμπο: σπάνια ντοκουμέντα

Σήμερα συμπληρώνονται 32 χρόνια από το θάνατο της Σοφίας Βέμπο. Η μεγάλη τραγουδίστρια που έγινε σύμβολο της νίκης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο αλλά επιπλέον έφερε επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι (με τις ερμηνείες της) και στο ελληνικό μουσικό θέατρο (με τις παραστάσεις που ανέβασε στο θέατρό της) έφυγε από τη ζωή ξαφνικά το πρωινό της 11ης Μαρτίου 1978, λίγη ώρα αφότου ζήτησε από τον θυρωρό της πολυκατοικίας της να της φέρει τα υλικά για μια πίτα που θα έψηνε... Αυτή ήταν η Σοφία Βέμπο: μια τεράστια καλλιτέχνιδα αλλά και μια καθημερινή γυναίκα, εξαίσια μαγείρισσα (όπως θυμόταν η Ρένα Βλαχοπούλου), νοικοκυρά, γυναίκα με πολλή αγάπη για τους/τις γύρω της αλλά και πολλά πάθη (κυρίως με παθολογική ζήλεια για τον σύζυγό της Μίμη Τραϊφόρο).

Αυτό που ελάχιστοι θυμήθηκαν φέτος είναι ότι συμπληρώνονται 100 χρόνια ακριβώς από τη γέννηση της Σοφίας Βέμπο ή, τουλάχιστον, από την επίσημη χρονολογία γέννησή της, γιατί έχει υποστηριχθεί από διάφορες πηγές ότι είχε γεννηθεί πριν το 1910. Ίσως να μην έχει τελικά τόση σημασία πότε ακριβώς γεννήθηκε, αλλά το ότι αυτή η γυναίκα... γεννήθηκε και έζησε στη χώρα μας και άφησε ανεξίτηλα σημάδια στον νεοελληνικό πολιτισμό.


Πρόσφατα η Κατερίνα Πετρίδου, μια γυναίκα που συνδέθηκε φιλικά με τη Σοφία Βέμπο και έστησε για κείνη μια εξαιρετική έκθεση με πλούσιο υλικό (φωτογραφίες, δίσκοι, θεατρικά προγράμματα, παρτιτούρες, ρούχα, προσωπικά αντικείμενα, χειρόγραφα--ανάμεσά τους σημειώματα με καθημερινά μηνύματα..) στο Πολεμικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης) δημιούργησε ένα blog για την "Τραγουδίστρια της Νίκης" και επιπλέον ανέβασε στο youtube μερικά σπανιότατα βίντεο, ντοκουμέντα της σκηνικής παρουσίας της Σοφίας Βέμπο στα χρόνια της ωριμότητάς της.

Τα βίντεο αυτά ίσως αδικούν λίγο την τραγουδίστρια Σοφία Βέμπο, γιατί έχουν γυριστεί σε μια εποχή (μέσα-τέλη της δεκαετίας του '60) που η φωνή της είχε πλέον υποστεί σημαντική φθορά. Ωστόσο πρόκειται για ανεκτίμητα ντοκουμέντα της θεατρίνας Σοφίας Βέμπο: μας δίνουν τη δυνατότητα να απολαύσουμε το μπρίο της, το ταπεραμέντο της, τη μοναδική εκφραστικότητά της, τη σπάνια χάρη της και την ακαταμάχητη γοητεία της.Είναι ακόμα πολύτιμες μαρτυρίες για το επιθεωρησιακό θέατρο της εποχής εκείνης και για τις εμφανίσεις της Βέμπο τα τελευταία ενεργά δέκα χρόνια της καριέρας της (παρουσίαση δηλαδή ενός ποτ-πουρί επιτυχιών της στις οποίες τη συνόδευε ολόκληρος ο θίασος--"πλην των θιασαρχών" όπως ανέφεραν κάποια προγράμματα των παραστάσεων εκείνων).

Σας προτείνω λοιπόν να δείτε και να ακούσετε πώς ερμηνεύει την "Κανελλιά" στο παρακάτω βίντεο που προέρχεται από πρόβα στο θέατρο "Βέμπο" με μαέστρο τον Γιώργο Κατσαρό (μάλλον το 1967).



Επίσης για ένα πιο ολοκληρωμένο ποτ-πουρί μπορείτε να δείτε το επόμενο βίντεο. ΠΡοέρχεται από παράσταση στο χειμερινό θέατρο Βέμπο και είναι μάλλον λίγο νεότερο από το προηγούμενο βίντεο.


Η Κατερίνα Πετρίδου ανέβασε επίσης και κάποια... video clip των πρώτων χρόνων της ελληνικής τηλεόρασης. Πρόκειται για εντελώς παλαιομοδίτικα βίντεο στα οποία η Βέμπο τραγουδάει play back παλιές της επιτυχίες. Παρά το παρωχημένο στυλ του γυρίσματος, θεωρώ συγκινητικά αυτά τα πλάνα με την ώριμη και αρκετά κουρασμένη Σοφία Βέμπο να θυμίζει τις παλιές της επιτυχίες. Στο επόμενο βίντεο τραγουδάει το "Τραγούδι του Μωριά" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (που είναι και κάπως επίκαιρο λόγω της επερχόμενης εθνικής επετείου...)


Βέβαια πέρα από τα βίντεο της κυρίας Πετρίδου, στο youtube μπορείτε να βρείτε αποσπάσματα από τις τρεις κινηματογραφικές εμφανίσεις της Σοφίας Βέμπο. Για παράδειγμα θαυμάστε την εδώ στην Προσφυγοπούλα, την προπολεμική ταινία-θρύλο που προβαλλόταν συνεχώς σε ελληνικές αίθουσες από το 1938 μέχρι τα πρώτα χρόνια του '50. Γυρίστηκε στην Αίγυπτο από τον Τόγκο Μιζράχι και περιλαμβάνει 5 υπέροχα τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη που η Βέμπο ερμηνεύει ζωντανά! Δείτε το υπέροχο "Σ' αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος": η φθορά του χρόνου αδικεί τη φωνή της Βέμπο, ωστόσο έχουμε μια αντιπροσωπευτική εικόνα από το τραγουδιστικό στυλ του μεσοπολέμου.


Υπάρχουν βέβαια αποσπάσματα απο τη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη, την καλύτερη σαφώς ταινία της Βέμπο, όπου τρογουδάει μοναδικά δυο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Απολαύστε το "Ο μήνας έχει δεκατρείς".


Τέλος, υπάρχουν τα τραγούδια από την τελευταία της ταινία, το Στουρνάρα 288, μεγάλη επιτυχία του θεάτρου "Βέμπο" που μετέφερε στο σινεμά ο Ντίνος Δημόπουλος. Μπορείτε να δείτε και να ακούσετε τη Βέμπο να τραγουδά αλλά και να θαυμάσετε μια συγκινητική συνύπαρξη της "πραγματικής" Βέμπο και της παλαίμαχης τραγουδίστριας "Τζένης Μπλανς"...


Ελπίζω να γίνει φέτος κάποια εκδήλωση για να τιμηθούν τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Βέμπο, έστω κι αν κάτι τέτοιο πραγματοποιηθεί τον Οκτώβρη, με την ευκαιρία της επετείου του "Όχι". Μπορεί η ταύτιση της Βέμπο με το έπος του '40 να αδικεί την πολύπλευρη προσφορά της στο τραγούδι και το θέατρο, είναι ωστόσο μια καλή ευκαιρία για να θυμόμαστε μια ανεπανάληπτη γυναίκα και καλλιτέχνιδα.

Οι φωτογραφίες αυτής της ανάρτησης προέρχονται από το blog της κ. Πετρίδου. Σας προτείνω επίσης να διαβάσετε το περσινό αφιέρωμα του Rena Fan στη Σοφία Βέμπο και τον Μίμη Τραϊφόρο, που επίσης "έφυγε" Μάρτιο, στις 28 Μαρτίου 1998.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Μια συνέντευξη της Έλενας Ναθαναήλ στον Σωτήρη Κακίση



ΕΛΕΝΑ ΝΑΘΑΝΑΗΛ:
"Εγώ έκανα όσο πιο καλά μπορούσα τη δουλειά μου..."


συνέντευξη στον ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΚΙΣΗ


(δημοσιεύτηκε στο "Symbol" του Επενδυτή τον Νοέμβριο του 1995).

Φωτογραφία του Σωτήρη Κακίση

Ζει πια εκτός των τειχών. Αν η... μισή της καρδιά στην Αθήνα βρίσκεται, η άλλη μισή στη βόρεια Εύβοια αναπνέει, στο κτήμα της, με τ' άλογά της. Η φύση της είναι η... φύση, τους ανθρώπους των πόλεων θέλει από μακριά να τους σκέφτεται, να τους αγαπάει. Όσο για το σινεμά, αυτό που μια φορά κι έναν καιρό την έκανε όνειρο όλων μας, από μακριά το κοιτάει κι αυτό, από την απόσταση μιας ζωής άλλης, εσωτερικής κι ερμητικής, μακριά από απατηλά φώτα και προβολείς άγριους. Η Έλενα Ναθαναήλ δεν δίστασε ένα πρωί στη ζωή της να κόψει χωρίς πολλά πολλά κι εκείνο το μαύρο, το λαμπρό, το λάγιο μαλλί της, το ερωτικότατο σήμα κατατεθέν της επί τόσα χρόνια. Είναι άνθρωπος των άκρων και των απόλυτων αισθημάτων, άτομο με δύναμη χαρακτήρα μεγάλη και προσωπικότητα αντισυμβατική ανέκαθεν, ανικανοποίητη πάντα.

ΕΛΕΝΑ ΝΑΘΑΝΑΗΛ: "Στην Αμερική", λέει, "υπάρχει επάγγελμα 'γιέσμαν'. Επάγγελμα κανονικότατο, επ' αμοιβή. Προσλαμβάνονται στα συνεργεία από τη διεύθυνση παραγωγής. Με σκοπό να λένε 'Ναι, σε όλα!΄ Λέει ο Σπίλμπεργκ, ας πούμε, 'Πετάει ο γάιδαρος!', 'Και βέβαια πετάει!' λένε αμέσως οι γιέσμεν. 'Πώς τολμάτε να σκεφτείτε πως δεν πετάει;' Έτσι γίνεται με όλους τους 'σημαντικούς' ανθρώπους. Τους έχουμε μάθει σ' έναν τρόπο κανακέματος, που εμένα προσωπικά μ' ενοχλεί πολύ. Δεν θέλω, βρε αδελφέ, να μου φέρονται σαν να 'μαι καθυστερημένο. Οι αυλές εμένα μ' αρρωσταίνουνε."

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ: Και βασίλισσα να 'σασταν, δεν θα τις θέλατε;
Ε.Ν.: Όχι, όχι. Ούτε βασίλισσα ήθελα να 'μουνα ούτε αυλή να έχω. Φίλους μόνο ήθελα στη ζωή μου να 'χω και -δόξα τω Θεώ- έχω. Θεωρώ τη φιλία θείο δώρο. Όλες οι άλλες ανθρώπινες σχέσεις έρχονται και παρέρχονται. Μόνο τη φιλία την επιλέγεις, την απολαμβάνεις σε διάρκεια. Δεν σου "δίνεται" η φιλία ούτε σαν συγγένεια, ούτε σαν τίποτα.

Σ.Κ.: Ούτε κληρονομείται, μάλλον, η φιλία. 
Ε.Ν.: Όχι, ευτυχώς. Σε ανέχονται οι φίλοι σου, τους ανέχεσαι, καταπληκτικά πράγματα μπορούν να συμβαίνουν σε μια φιλία. Η οποία φιλία είναι και, μέσα σε εισαγωγικά, "μια πολύ σημαντική ερωτική σχέση". Ο θαυμασμός και η αγάπη στη φιλία είναι ένας ωραίος ερωτισμός, απαλλαγμένος από σεξουαλικές ενέργειες και... παρενέργειες.


Σ.Κ.: Υπάρχει υπόγειος και... ύπουλος ερωτισμός σε κάθε φιλία μας;
Ε.Ν.: Όχι. Καθόλου υπόγειος και καθόλου ύπουλος. Απλώς όταν αγαπάς έναν άνθρωπο και τον θέλεις μαζί σου πολύ, αυτό είναι ένα είδος έρωτα. Όπως είναι και η σχέση με τη δουλειά μας, ή με οτιδήποτε αγαπάμε κι επιθυμούμε πολύ. Εγώ, παραδείγματος χάριν, έχω ερωτική σχέση με τη φύση. Έχω ερωτική σχέση με τα ζώα μου. Με τον χώρο που ζω. Εγώ "χάνομαι" μέσα σ' όλα αυτά, μου κόβεται η ανάσα. Το καταλαβαίνετε;

Σ.Κ.: Μπορεί η φιλία να κόβει ανάσες;
Ε.Ν.: Κι ανάσες, και ψυχές ολόκληρες! Αν ο φίλος σου σ' απογοητεύσει, κι εσύ να του 'χες δοθεί πολύ, κάηκες. Εν πάση περιπτώσει, όλ' αυτά της ζωής μας τα παθήματα, μαθήματα είναι πάντα, κι εγώ, εν κατακλείδι, έχω εδώ κι αρκετό καιρό πάρει τις αποφάσεις μου.
Σ.Κ.: Που είναι;
Ε.Ν.: Έχω επιλέξει τους ανθρώπους καταρχήν. Και οι άνθρωποί μου πια είναι πάρα πολύ λίγοι. Γιατί, σας το ξανάπα, νομίζω κάποτε, έχω πολύ μικρή αγκαλιά, που δεν χωράει εκατό άτομα, ούτε πενήντα. Θέλω μαζί μου ανθρώπους που να μην παίζουν θέατρο. Που ό,τι σκέπτονται το λένε. Που ενοχλούν όταν πρέπει να ενοχλήσουν. Δεν μπορώ πια τα συμπλεγματικά άτομα. Η ζωή είναι απλή. Κι εκτός από απλή, είναι και πολύ σύντομη, γι' αυτό δεν μας "παίρνει" να μπλεκόμαστε στα δίχτυα των κομπλεξισμών.


Σ.Κ.: Λίγη ευγένεια, βέβαια, καλό κάνει.
Ε.Ν.: Άλλο ευγένεια και καλοί τρόποι, άλλο διακριτικότητα, και άλλο η αλήθεια. Εμένα δεν μ' ενδιαφέρει να παίζω την καλή. Δεν μ' ενδιαφέρει να πλακώνω τις ευγένειες και τα, κατά συνθήκην έστω, ψεύδη. Κουράζομαι, βαριέμαι, υποτιμάω και σιχαίνομαι τον εαυτό μου έτσι. Όπως βαριέμαι πια και να σκαλίζω για να ανακαλύψω ανθρώπους. Παλιά είχα το κουράγιο κι έλεγα: "Αυτός ο άνθρωπος έχει καταπληκτικά στοιχεία και θα του τα βγάλω εγώ στην επιφάνεια. Κρίμα να είναι έτσι παρεξηγημένος, να μη φαίνεται αυτό που είναι!" Και, τις περισσότερες φορές, τίποτα δεν ήταν. Ένα κουβάρι ήτανε μόνο, που γιατί να το ξεμπλέξω πάλι εγώ; Ας το ξεμπλέξει κανείς άλλος. Εγώ είδα κι έπαθα να ξεμπλέξω τον δικό μου εαυτό, να ξεκουβαριαστώ. Πρέπει τώρα να ξεκουβαριάζω κι άλλους; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

Σ.Κ.: Αρχίσαμε με το "εν κατακλείδι". Με ανθρώπους. Εγώ όμως ήθελα να σκεφτούμε λίγο μήπως, αντί για ανθρώπους, ξεκινούσαμε να μιλάμε για ζώα.
Ε.Ν.: Τι προτιμάτε, τρυφερά ή σκληρά πράγματα; Αν προτιμάτε τα τρυφερά και όχι τα σκληρά κόλπα, έχετε δίκιο: ας τα σβήσουμε όλα τα πριν, κι ας αρχίσουμε μιλώντας για ζώα.

Σ.Κ.: Θέλετε μήπως να κάνουμε μερικές συγκρίσεις ανάμεσα σ' αυτά τα δύο είδη, ανάμεσα στα δίποδα και τα τετράποδα πλάσματα του Θεού;
Ε.Ν.: Α, όχι. Σας παρακαλώ πολύ. Δεν ενδιαφέρομαι να συγκρίνω τ' ασύγκριτα. Προσβάλλομαι, θίγομαι, όταν καλούμαι να συγκρίνω τα ζώα με τους ανθρώπους. Δεν το δέχομαι.

Σ.Κ.: Κάποιος που δεν σας ξέρει, θα μπορούσε να νομίσει πως είστε με τους ανθρώπους.
Ε.Ν.: Όχι. Με τα ζώα είμαι. Κι όποιος νομίζει το αντίθετο, κακώς το νομίζει.

Σ.Κ.: Θεωρείται δεδομένη η... συμπαράταξή μας με το γένος των ανθρώπων, ξέρετε.
Ε.Ν.: Α, μπα; Από πού κι ώς πού;

Σ.Κ.: Από... γιέσμαν σε γιέσμαν, φαντάζομαι, της κοινωνίας τούτης.
Ε.Ν.: Εμείς όμως το 'παμε: ούτε "γιέσμαν" έχουμε ούτε ενδιαφερόμαστε να προσλάβουμε, και τζάμπα να θέλουν να μας... υπηρετήσουν.

Σ.Κ.: Γιατί η αυλή των ζώων είναι πιο ειλικρινής ιστορία;
Ε.Ν.: Μα τα ζώα δεν φτιάχνουν αυλές. Μακάρι να 'χαμε όλοι ζώα γύρω μας, να καταλάβαιναν όλοι τι πάει να πει ανιδιοτελής αγάπη, σωστή συμπαράσταση, βαθιά αισθήματα, περηφάνια, αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια.
Σ.Κ.: Οι σκύλοι, πάντως, τ' άλογα, δεν κατηγορούνται για "γιεσμανισμό";
Ε.Ν.: Τρελός παπάς θα σας βάφτισε, αγαπητέ μου. Μόνο τ' άλογα δεν μπορούν να κατηγορηθούν για κάτι τέτοιο. Πολύ λάθος ενημερωμένος μου 'ρθατε. Το άλογο δεν θέλει αφεντικό. Για να περάσεις το "ψυχικό τεστ" που θα σου κάνει τ' άλογο, φτύνεις αίμα. Μόνο και μόνο για ν' αποφασίσει αν θα συνυπάρξει μαζί σου, όχι για να σ' έχει γι' αφεντικό του. Ούτε τα σκυλιά μπαίνουν σ' αυτή τη λογική των ανθρώπων. Και είναι μεγάλη δυστυχία να θες να διατάζεις οποιοδήποτε ζώο, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει τον τρόπο να σηκωθεί να σε πλακώσει στο ξύλο. Γιατί δεν διατάζω κι εγώ εσάς τώρα;


Σ.Κ.: Επειδή με θεωρείτε... ζώον ίσως;
Ε.Ν.: Τέτοια ωραία κομπλιμέντα για τον εαυτό σας καλό θα 'τανε να μην τα κάνετε μόνος σας, Σωτήρη. Δεν σας διατάζω γιατί σας φοβάμαι. Φοβάμαι τη σωματική σας δύναμη, τη γλώσσα σας, το μυαλό σας. Ενώ με τ' ά-λογα, τ' άλογα είναι αλλιώς τα πράγματα. Πάντως, ευτυχώς που δεν μιλάνε κιόλας τα ζώα, γιατί αν μας τα λέγανε κιόλας, χαθήκαμε.

Σ.Κ.: Πάλι σας συναντώ σε πολύ καλή φόρμα, Έλενα. Πάντα το ίδιο και περισσότερο μαχητική. Είστε, όπως πάντα, εκτός του κόσμου τούτου;
Ε.Ν.: Πάντα εκτός! Πάντα εκτός. Των τειχών όμως μόνο, όχι του κόσμου όλου, νομίζω. Γιατί είμαι πάντα με τους φίλους μου, όπου είμαι, όπου υπάρχω και ζω. Δεν μπορώ τα πολλά πολλά "εντός" πια, φοβάμαι μήπως έχω παραγίνει αντικοινωνική. Μήπως έχω γίνει μικρο-ερημίτισσα.

Σ.Κ.: Αντι-ανθρώπινη;
Ε.Ν.: Όχι, αυτό ας το ξεκαθαρίσουμε επιτέλους κάπως: ίσως νιώθω τόσο ανθρώπινη, που δεν αντέχω τους... ανθρώπους. Δηλαδή με τσακίζει ο ανθρώπινος πόνος. Με τσακίζει να βλέπω την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να εξευτελίζεται στα δελτία ειδήσεων των καναλιών. Που δεν σέβονται τίποτα, που δεν έχουν ιερό και όσιο προκειμένου για την είδηση. Εγώ δεν δέχομαι να τσακίζεται τόσο ελαφρά τη καρδία κάθε μέρα κόσμος και κοσμάκης, ο άνθρωπος ως οντότητα, ως άνθρωπος.

Σ.Κ.: Και όλ' αυτά στην Ελλάδα, που υπερηφανεύεται για τον ορισμό του ανθρώπου, του άνω-θρώσκοντος όντος. Του ζώου, που μπορεί να κοιτάει ψηλά, σε κάτι ανώτερο.
Ε.Ν.: Σωπάτε, κύριε Κακίση, που περηφανευόμαστε πια για τέτοια εδώ γύρω! "Νομίζουμε πως" πια για όλα. Άλλο όμως νομίζω, άλλο θέλω πραγματικά, άλλο το κάνω. Άλλα ρήματα, τελείως, είναι το καθένα από αυτά. Πάντως να σας πω κι εγώ κάτι από μόνη μου, να μην κουράζεστε κι εσείς... δημοσιογραφικά;

Σ.Κ.: Παρακαλώ.
Ε.Ν.: Από την τελευταία φορά που 'χουμε να τα πούμε, η Έλενα Ναθαναήλ δεν νομίζω πως έχει καμία δραματική εξέλιξη. Ούτε ως ον... δίποδο, ούτε καλλιτεχνικά, που λένε, πολλώ μάλλον.
Σ.Κ.: Τίποτα δεν κάνετε για το επάγγελμά σας;
Ε.Ν.: Μικροπράγματα. Έπαιξα τώρα σε μια ταινία ενός φίλου μου νέου, που τον πιστεύω πολύ, ένα πολύ μικρό πραγματάκι ως γκεστ, ούτε καν ρόλος δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εμφάνισή μου αυτή όμως.

Σ.Κ.: Στο Μπλακ άουτ του Μενέλαου Καραμαγγιώλη θα εννοείτε. Είστε όμως σε μπλακ άουτ και όσον αφορά την... καλλιτεχνική σας ενημέρωση;
Ε.Ν.: Ναι, δεν ενημερώνομαι πια... καλλιτεχνικά, και δεν πάω στο Παρίσι και στο Λονδίνο για ανανέωση της... γκαρνταρόμπας μου.
Σ.Κ.: Παίξατε πάντως και στην τηλεόραση, σχετικά πρόσφατα θα 'λεγα.
Ε.Ν.: Ναι, ψέματα σας είπα! Τόσο πολύ ενδιαφέρομαι πια για όλ' αυτά, που δεν τα θυμάμαι. Έκανα στην ΕΤ-1 ένα θεατρικό του Μπέρναρντ Σο Ο άνθρωπος και τα όπλα, που παίχτηκε σχετικά... incognito κάποια στιγμή.

Σ.Κ.: Εγώ αναφερόμουνα στη σαπουνόπερά σας...
Ε.Ν.: Ε, αυτό έγινε πριν από τρία-τέσσερα χρόνια. Τότε που χρειαζόμουν χρήματα για το κτήμα και... ενέδωσα στις προκλήσεις των καιρών. Άλλωστε, δουλειές κάνω πια όταν χρειάζομαι κάποια χρήματα. Σαπουνόπερες, που είπατε, ή μη. Δεν μ' ενδιαφέρει το είδος του... είδους. Εγώ, όταν μέσα μου έχω αποφασίσει κάτι, το υπηρετώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με πλήρη επαγγελματικότητα. Νομίζω πως μπορώ να δώσω στους νεότερους πολλά μαθήματα πειθαρχίας και επαγγελματισμού. Ας μην είναι, μέσα μου-μέσα μου, το καλύτερό μου. Υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα και μια ταινία "ποιότητας" ίσως, και την πιο ελαφριά "σαπουνόπερα", αν θέλετε. Βέβαια η άποψή μου ότι εγώ το έκανα για τα χρήματα και μόνο, δεν πολυάρεσε στο κανάλι, όπου πιστεύανε, θέλανε να πιστεύουνε, πως έκανα ό,τι έκανα για την τιμή των όπλων, πως ήμουν πολύ περήφανη για το... CBS, που μου έκανε την τιμή να με περιλάβει στα προγράμματά του...

Σ.Κ.: Δεν ήταν όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα.
Ε.Ν.: Τι να σας πω; Εγώ έκανα όσο πιο καλά μπορούσα τη δουλειά μου. Από 'κει και πέρα, το αποτέλεσμα δεν με αφορά, δεν ήταν δική μου υπόθεση. Το δήλωσα λοιπόν καθαρά και ξάστερα: για τα λεφτά και μόνο ξαναεμφανίστηκα στην οθόνη.

Σ.Κ.: Δεν σας λείπει, όμως, Έλενα.
Ε.Ν.: Όχι, δεν μου λείπει καθόλου -σας προλαβαίνω. Ούτε η δόξα ούτε το χειροκρότημα, τίποτε εξ' αυτών. Είμαι πολύ ευτυχής χωρίς όλ' αυτά, και ούτε τα ήθελα και ποτέ, νομίζω. Δεν μου λείπουν ούτε θα μου λείψουν ποτέ, υποψιάζομαι. Δεν είμαι εγώ ο άνθρωπος που θα πεθάνει στο σανίδι! Δεν μου λέει τίποτα αυτή η θυσία, αυτή η φιλοδοξία. Τη σέβομαι, την εκτιμώ, θαυμάζω τους ανθρώπους που το εννοούν και που το κάνουν. Εγώ όμως δεν το εννοώ, και δεν το κάνω. Εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω σε κανένα σανίδι. Συγνώμη που θα σας απογοητεύσω. Τελεία και παύλα.

Σ.Κ.: Να ζήσετε στο σανίδι;
Ε.Ν.: Ούτε να ζήσω στο σανίδι ενδιαφέρομαι, με απώτερο σκοπό πάλι να πεθάνω εκεί πάνω. Πάντως, επειδή δεν είμαι καθόλου αχάριστο πλάσμα, σας λέω πως αναγνωρίζω ότι στη ζωή μού δόθηκαν πολλά, πάρα πολλά πράγματα, απλόχερα θα 'λεγα. Το επάγγελμά μου ολόκληρο μου "δόθηκε", δεν το επέλεξα. Μου έτυχε. Και, πραγματικά, δεν έκανα καμία υποχώρηση. Πέρασα υπέροχα χρόνια, γνώρισα υπέροχους ανθρώπους -και μη υπέροχους φυσικά. Και όλοι, μα όλοι σχεδόν, μου φέρθηκαν υπέροχα.
Σ.Κ.: Πώς αυτό άραγε;
Ε.Ν.: Ίσως γιατί φερόμουνα σ' όλους πάντα με σεβασμό και ποτέ μα ποτέ δεν ενόχλησα κανέναν. Ίσως γιατί ούτε ανταγωνιστικό άτομο είμαι ούτε ανταγωνιστικό θηλυκό, κατά το άλλο, κοινώς πάλι, λεγόμενο. Δεν υπήρξα ποτέ ματαιόδοξη--γιατί φιλοδοξίες ως άνθρωπος δεν μπορώ να πω πως δεν έχω κι εγώ. Να, τώρα λέω πως θέλω να κάνω μπίζνες. Φιλοδοξία δεν είναι κι αυτή; Τη ματαιοδοξία του δημοσίου προσώπου όμως εγώ δεν την είχα ποτέ.

Σ.Κ.: Παρόλα αυτά, υπάρχουν κι άλλες διαστάσεις στο θέμα "ηθοποιός".
Ε.Ν.: Που είναι;

Σ.Κ.: Που είναι από "λειτούργημα" έως "έρωτας του φακού", ας πούμε.
Ε.Ν.: Α, μάλιστα. Λοιπόν, εγώ σας πληροφορώ πως είχα πολύ σπουδαιότερους έρωτες στη ζωή μου για να έχω έρωτες με φακούς! Με τέτοια άψυχα πράγματα.

Σ.Κ.: Μα είναι "άψυχο" πράγμα ο φακός;
Ε.Ν.: Παν-άψυχο είναι! Το "μάτι του κοινού" κι άλλα τέτοια δακρύβρεχτα εμένα δεν με συγκινούν -θα σας το χαλάσω πάλι. Το "μάτι του κοινού" στο σινεμά δεν το βλέπεις. Το "μάτι του κοινού" μόνο στο θέατρο το βλέπεις, τι να κάνουμε τώρα; Είναι πολύ σπουδαία δουλειά ο κινηματογράφος, μαγική υπόθεση, αναντίρρητα. Μπορείς εύκολα να παρασυρθείς. Αλλά εμένα δεν "μου 'τυχε", δεν την πάτησα. Μπορεί να φταίω κι εγώ, ίσως. Ίσως, τι να πω, μπορεί να 'μουνα εγώ "λίγη" για όλ' αυτά. Δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να βγω ν' ασκήσω κανονικά τα καθήκοντα του "δημοσίου προσώπου", που λέγαμε. Δεν μ' ενδιέφεραν ποτέ ούτε οι συνεντεύξεις εν σειρά ούτε τίποτα σκάνδαλα να στήνω. Όλ' αυτά είναι πανεύκολα, άλλωστε, στην Ελλάδα, τα πετυχαίνεις, άμα θες, εν μια νυκτί.
Σ.Κ.: Γιατί τη γλιτώσατε απ' όλα αυτά εσείς, λέτε; Τι σας φύλαξε, τι σας προφύλαξε;
Ε.Ν. Πρώτα πρώτα η μεγάλη μου ανάγκη για προσωπική ζωή. Το ότι δεν ήθελα καθόλου, μα καθόλου, να "εκτίθεμαι". Σεβόμουνα πάντα το σπίτι μου, την οικογένειά μου, τον εαυτό μου τον ίδιο, την αξιοπρέπειά μου, βρε αδερφέ.

Σ.Κ.: Οι "σταρ" όμως, όπως εσείς, αν όχι τώρα που αποποιείσθε μετά βδελυγμίας κι αυτόν τον... ρόλο, έχουν κι άλλα αγωνιώδη ερωτήματα να απαντήσουν.
Ε.Ν.: Όπως;

Σ.Κ.: Όπως πώς δεν θα γεράσουν ποτέ π.χ. Πώς θα μείνουν ίδιες οπτικά πάνω κι από αιώνα, αν γίνεται, την ψυχή τους μέχρι και στον ίδιο τον διάβολο πουλώντας...
Ε.Ν.: Πάλι σας τα χάλασα, ε; Εγώ και εικόνα, δόξα τω Θεώ, άλλαξα και το επονομαζόμενο "εθνικό μαλλί" το 'κοψα. Δεν με αφορούν τα αισθητικά τερτίπια αυτής της μορφής. Ούτε πιστεύω πως όσοι μ' αγάπησαν στη ζωή μου, όσοι άντρες, αν θέλετε, βρέθηκαν ώς τώρα μαζί μου, μ' αγάπησαν ή με θαύμασαν για τα μαύρα μου τα... μαλλιά και μόνο.
Σ.Κ.: Βέβαια, όσον αφορά το μαλλί το μυθικό, εγώ φαντάζομαι πως κάποιος πονηρός κομμωτής ίσως το φύλαξε, για να βγάλει σε κάποια δημοπρασία κάποτε!
Ε.Ν.: Κι εδώ φρόντισα, δυστυχώς, πριν από σας για... σας: τα πέταξα εγώ η ίδια και ησύχασα και από αυτή τη διάσταση του θέματος. Καμία δημοπρασία δεν προβλέπεται. Κι εγώ, που δεν είμαι εκατό χρόνων ακόμα, που δεν με πολυβλέπω να τα φτάνω, μια και είμαι από εκείνους που τρώγονται συνέχεια με τα ρούχα τους, είμαι σαράντα οκτώ ετών σήμερα, κι ευτυχής με όλες τις ρυτίδες που έχω πια. Ας μην έχω τη φρεσκάδα των είκοσι ετών, της εικόνας μου στο σινεμά και στη ζωή μια φορά κι έναν καιρό. Δεν μπορώ να διεκδικώ από τη φύση θέση δίπλα στην κόρη μου, που είναι είκοσι δύο. Δεν το 'χω αυτό το δικαίωμα. Θα τιμωρηθώ αν το κάνω.

Σ.Κ.: Πάντως, και στον απλό άνθρωπο η ροή των ηλικιών δεν είναι εύκολη, ψυχικά κατ' αρχήν, υπόθεση.
Ε.Ν.: Συμφωνώ. Αλλιώς όμως δεν γίνεται. Στο κάτω κάτω ούτ' εμένα μ' αρέσει που γερνάω όπως όλος ο κόσμος. Ως θηλυκού γένους άτομο, δεν είμαι και η ευτυχέστερη των θνητών μ' αυτήν όλη την... αναποδιά. Μπορώ όμως να κάνω τίποτα; Η φύση έχει μεριμνήσει για όλα. Δεν ξυπνάς ένα πρωί γέρος, για να τρελαθείς κι εσύ και οι γύρω σου. Σε προετοιμάζει η φύση, με τη φθορά, με τις ρυτίδες, με το δέρμα, που δεν λάμπει πια τόσο, που δεν είναι πια τόσο τσιτωμένο.

Σ.Κ.: Με την αλλαγή των ρυθμών προς το πιο αργό, με την οικονομία πια του εαυτού σου σε κινήσεις και δραστηριότητες;
Ε.Ν.: Εμένα πάντως και σήμερα δεν μου μένει κανένα απωθημένο "ενέργειας".

Σ.Κ.: Και δεν θέλετε έστω και λίγο θέατρο στη ζωή σας;
Ε.Ν.: Όχι. Κανένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο καμιά φορά, γιατί κάπως με ιντριγκάρει κάποιο έργο, γιατί είναι φίλοι μου αυτοί που το ανεβάζουν, για καμιά εικοσαριά μέρες, μπορεί και να μου αλλάξει  για λίγο τα μυαλά. Έτσι, για "ξεκάρφωμα". Αλλά να σας λέω: "Τον ονειρεύομαι μια ζωή αυτόν τον ρόλο", "Αχ, Θεέ μου, αξίωσέ με να τον παίξω πριν κλείσω τα μάτια μου!" κι άλλα τέτοια συναφή, α πα πα πα!


Σ. Κ.: Ούτε η Επίδαυρος δεν σας ενδιαφέρει εσάς;
Ε. Ν.: Όχι. Δεν θέλω να παίξω στην Επίδαυρο, γιατί εγώ την Επίδαυρο τη φοβάμαι.

Σ.Κ.: Γιατί τη φοβάστε;
Ε.Ν.: Μη με καταπιεί.

Σ.Κ.: Καταπίνει κόσμο η Επίδαυρος, λέτε;
Ε.Ν.: Δεν ξέρω, για τους άλλους δεν μπορώ να πω. Δεν μπορώ να κρίνω.

Σ.Κ.: Σαν "εγχειρίδιο απομονώσεως" μοιάζει λίγο όλη αυτή η συνέντευξη.
Ε.Ν.: Δεν διαφωνώ. Από την αρχής σας το 'πα άλλωστε πως τις τάσεις απομονωτισμού μου δεν τις ελέγχω τον τελευταίο καιρό πλήρως. Περνάω πια πολύ καλύτερα μόνη παρά με κόσμο. Δεν μπορώ δε να κρίνω, γιατί δεν έχω, νομίζω, τις απαραίτητες γνώσεις. Γιατί δεν είμαι "ξερόλας", και όσα ξέρω δεν ξέρω αν τα ξέρω σε βάθος ή σε επίπεδο απλώς ενημέρωσης. Διαβάζω πολύ, ψάχνω και ψάχνομαι, μ' ενδιαφέρει η αμπελουργία, αλλά αμπελουργός με πλήρη γνώση του θέματος δεν είμαι.

Σ.Κ.: Πόσο κοντά μας νομίζετε, κυρία Ναθαναήλ, πως σας φέρνει αυτό το "μακριά", όλη αυτή η προσπάθειά σας μια ζωή για απομάκρυνση και απομόνωση;
Ε.Ν.: Πολύ. Πάρα πολύ! Εκτιμώ πιο πολύ τους φίλους μου από "μακριά". Πιο πολύ τους αγαπώ έτσι τους ανθρώπους. Έτσι τους θέλω, σας θέλω πιο πολύ. Έτσι σας χρειάζομαι περισσότερο. Πιο ουσιαστικά. Και ίσως έτσι με χρειάζεστε κι εσείς λίγο περισσότερο, λίγο πιο ουσιαστικά. Άλλωστε, εγώ δεν ξέρω να ξέχασα ποτέ κανέναν στη ζωή μου. Εδώ δεν έχω ξεχάσει ούτε για μια μέρα ανθρώπους που αγάπησα στη ζωή μου κι έχουν πεθάνει δεκαπέντε χρόνια και είκοσι πια, θα ξεχάσω ένα φίλο μου που 'χω να τον δω δεκαπέντε είκοσι μέρες μόνο;

Σ.Κ.: Κι εμάς, το κοινό σας, που μας λείπουνε τα μάτια σας;
Ε.Ν.: Υπάρχουν πια κι ωραιότερα μάτια από τα δικά μου στην τηλεόραση και στα έργα. Να τα βλέπετε, να με θυμόσαστε!
Φωτογραφία του Σωτήρη Κακίση


Σημείωμα του Rena Fan:
Στις 20 Αυγούστου 1963 η εφημερίδα Τα Νέα ενημερώνει το αναγνωστικό της κοινό ότι η Φίνος Φιλμ πρόκειται να γυρίσει μια νέα ταινία με τίτλο Κάτι να καίη στην οποία θα πρωταγωνιστεί ίσως ο Ντίνος Ηλιόπουλος αλλά και μια νέα πρωταγωνίστρια. Δυο μέρες μετά, στις 22 Αυγούστου, η εφημερίδα επανέρχεται στο θέμα με περισσότερες πληροφορίες για τη νέα πρωταγωνίστρια της ταινίας Κάτι να καίη: "Το νεαρό μαναικαίν Έλενα είναι η αποκάλυψις του Φίνου: ούτε 17 ετών, φοιτά ακόμα στο Γυμνάσιο..." Στην ταινία θα πρωταγωνιστούν επίσης ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μάρθα Καραγιάννη, η Χλόη Λιάσκου και ο Κώστας Βουτσάς... Λίγες μέρες μετά, στις 26 Αυγούστου το καστ αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη όπου, την επομένη, θα ξεκινούσαν τα γυρίσματα της ταινίας.
 
Λιάσκου, Βουτσάς, Βλαχοπούλου, Βοσκόπουλος, Ναθαναήλ, Νέγκας

Το αποτέλεσμα παρουσιάστηκε στις αθηναϊκές οθόνες λίγους μήνες μετά, στις 13 Ιανουαρίου 1964: το πρώτο έγχρωμο σινεμασκόπ του ελληνικού κινηματογράφου και το πρώτο ολοκληρωμένο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη έσπασε τα μέχρι τότε ρεκόρ εισιτηρίων Α΄ Προβολής, "κόβοντας" 660.791 εισιτήρια. Το κοινό λάτρεψε την ταινία ενώ και οι κριτικοί της εποχής τη δέχτηκαν αρκετά καλά. Ο Γ. Κ. Πηλιχός γράφει, μεταξύ άλλων, στα Νέα: "[το κοινό] θα χειροκροτήση ανάμεσα στις ερμηνείες και μια νέα ηθοποιό: την Έλενα Ναθαναήλ που εκτός του ότι είναι όμορφη--βελτιωμένη έκδοσις Λολομπρίτζιτας--και με ζεστή ωραία φωνή, δείχνει να έχη και ταλέντο."

Ρένα Βλαχοπούλου-Έλενα Ναθαναήλ
 
Το Κάτι να καίη ήταν το ξεκίνημα μιας λαμπρής κινηματογραφικής καριέρας για την Έλενα Ναθαναήλ. Το πρώτο της εξώφυλλο στο περιοδικό Εικόνες, γράφει ο Χρήστος Παρίδης στη Lifo, γοητεύει τον Γερμανό σκηνοθέτη Ραλφ Τίλερ, που την κάλεσε να πρωταγωνιστήσει στο Αίμα των Βελσβούγκεν. Ο Γιώργος Σκαλενάκης τη σκηνοθετεί στο ασπρόμαυρο ατμοσφαιρικό φιλμ Ντάμα Σπαθί αλλά και στο έγχρωμο τουριστικό μιούζικαλ Επιχείρησις Απόλλων. Ο Κώστας Μανουσάκης τη σκηνοθετεί στον Φόβο ενώ ο Βασίλης Γεωργιάδης της δίνει την ευκαιρία να κερδίσει το πρώτο βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου για το Ραντεβού με μιαν άγνωστη αλλά και να ταυτιστεί με τη μουσική του Γιάννη Σπανού για την ελληνική εκδοχή του Love Story στο Εκείνο το καλοκαίρι. Στα χρόνια του '70 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '80 εμφανίζεται σε παραγωγές που αντικατοπτρίζουν το παρακμιακό κλίμα του εμπορικού κινηματογράφου.

 
Ζακυνθινός, Βλαχοπούλου, Βερλέκης, Ναθαναήλ
 
Σε μια από αυτές, την Πολιτσμάνα του Κώστα Καραγιάννη, η Έλενα Ναθαναήλ συναντιέται ξανά με τη Ρένα Βλαχοπούλου, παίζοντας κατά κάποιον τρόπο την αντίζηλό της αφού διεκδικεί ως... μοιραία κατάσκοπος όχι μόνο τα επιτυχημένα σχέδια για θερμοσίφωνες που επινόησε ο σύζυγός της αλλά και τον ίδιο τον σύζυγο... Πάντως, η Ναθαναήλ θα καταφέρει να δηλώσει παρούσα και σε ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου (Απουσίες του Γιώργου Κατακουζηνού, Παταγονία του Ηλία Γιαννακάκη και Black Out του Μενέλαου Καραμαγγιώλη) ενώ παράλληλα πραγματοποιεί εμφανίσεις και σε αρκετά ελληνικά σίριαλ. Στο θέατρο οι εμφανίσεις ήταν συγκριτικά λιγότερες--σημαντικότερος θεατρικός σταθμός της είναι η συνεργασία της με το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού

Γυναίκα ουσιαστικά αντισυμβατική, αποφάσισε σε μια μάλλον συντηρητική εποχή (1973) να γεννήσει την κόρη της Ίνκα χωρίς να παντρευτεί τον αγαπημένο της Γιώργο Τσαγκάρη, ενώ τη δεκαετία του '90 επέλεξε να ζει σε ένα κτήμα στη Βόρεια Εύβοια, όπου φρόντιζε άλογα, έφτιαχνε το δικό της κρασί και δεχόταν τα λιγοστά άτομα που εκείνη επέλεγε να της κρατούν συντροφιά. Έφυγε διακριτικά, χτυπημένη από τον καρκίνο, πριν από δύο χρόνια, στις 4 Μαρτίου 2008. Στο πλευρό της εκτός από την κόρη της ήταν και ο μεγάλος της έρωτας Τάσος Μητρόπουλος. Η αποτύπωση της αφοπλιστικής ομορφιάς της σε τόσες αξέχαστες κινηματογραφικές εικόνες θα είναι, όσο είναι δυνατόν, η παρηγοριά μας για το ξαφνικό και πρόωρο φευγιό της...

ΥΓ. Ευχαριστώ από καρδιάς τον Σωτήρη Κακίση για την παραχώρηση της συνέντευξης.